2 Φεβ 2014



12ο ΕΝΙΑΙΟ ΛΥΚΕΙΟ
       ΛΑΡΙΣΑΣ

Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ, ΤΜΗΜΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Α΄- Β΄ ΤΕΤΡΑΜΗΝΟ     2013 -2014



Ν Ε Ο Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η   Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α


       

«ΠΟΙΗΜΑΤΑ για την ΠΟΙΗΣΗ»
Κ.ΚΑΒΑΦΗΣ – Μ.ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ – Ν.ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ-
Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ – Γ. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
προτάσεις προσέγγισης - επισημάνσεις ερμηνευτικές




Εκπαιδευτικός : Αθανάσιος Παπαστεργίου

                                                                                    Λάρισα, 12 /2013 - 01 /2014




ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ  ΚΑΒΑΦΗΣ

γενικά γνωρίσματα της ποίησής του

Ø              Ολιγογράφος, αντλεί την έμπνευσή του κυρίως από την ιστορία (ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια). Ξεκινά επηρεασμένος από τον αθηναϊκό ρομαντισμό, στρέφεται στη συνέχεια στο συμβολισμό, ώσπου βρίσκει την προσωπική του ρεαλιστική έκφραση,
Ø              Ιδιότυπη γλώσσα με λόγιους και δημοτικούς τύπους, πολλές φορές με λέξεις καθημερινές και «αντιποιητικές». Στίχος σχεδόν ελεύθερος, ιαμβικός, σπάνια ομοιοκαταληκτούμενος. Προσεγμένος στη στίξη, σχεδόν πεζολογικός.
Ø              Λιτός στην έκφραση, γι΄ αυτό και τα ποιήματά του συνήθως είναι ολιγόστιχα, χωρίς λυρικές εκφάνσεις. Τόνος ενίοτε διδακτικός και συχνά θεατρικός.

«Καισαρίων»

Ø  Στ. 1                α΄ μέρος : πεζολογικός τόνος, περιέργεια και διάθεση να περάσει η ώρα είναι η αφορμή. Αφηγητής ομοδιηγητικός, εσωτερική εστίαση.
Ø  Στ. 2                ομοιοκαταληξία πλεκτή στους τέσσερις πρώτους στίχους. (α - γ, β - δ), ζευγαρωτή στους 6,7 και 9, 10. Η ομοιοκαταληξία βοηθά στην εντύπωση των πληροφοριών. Όμως η άτακτη και σπάνια χρήση της ίσως να δείχνει την ανάγκη του Καβάφη να διαφοροποιηθεί από την παραδοσιακή ποίηση.
Ø  Στ. 3                διασκελισμός, το ίδιο και στους στίχους 5 και 6.
Ø  Στ. 4                Πτολεμαίοι : όνομα των ελλήνων βασιλιάδων της Αιγύπτου, οι οποίοι ανήκαν στη δυναστεία των Λαγιδών. Η δυναστεία ιδρύεται από τον Πτολεμαίο Α΄ τον Λάγου ή Σωτήρα  και υπέκυψε στους Ρωμαίους το 30 π. Χ.
Ø  Στ. 5 - 6          εντυπώσεις  και ατμόσφαιρα εποχής. Από τον πέμπτο στίχο περιγράφεται το περιεχόμενο των επιγραφών.
Ø  Στ. 7                σχήμα ασύνδετο.
Ø  Στ. 9 - 10        υποβάλλεται ατμόσφαιρα παρακμής, γιατί κυριαρχεί η κολακεία, η οποία αφειδώς προσφέρεται σε όλους και όλες και δεν κάνει διακρίσεις. Ειρωνικός τόνος του ποιητή. Συνεκδοχή : οι λέξεις Βερενίκη και Κλεοπάτρα δε χρησιμοποιούνται με την αρχική τους σημασία αλλά με διαφορετική (Βερενίκη = ομορφιά, Κλεοπάτρα = εξουσία.
Ø  Στ. 11              β΄ μέρος : η αφορμή. Συνεχίζεται ο πεζολογικός τόνος.
Ø  Στ. 12 -14       αντίθεση. Η ασήμαντη αναφορά στον βασιλιά Καισαρίωνα τον ευτελίζει και τον απαξιώνει, σε αντίθεση με το πρώτο μέρος, όπου όλοι οι βασιλείς της δυναστείας ήταν πρόσωπα ξεχωριστά. Αυτό το όνομα προκαλεί την έμπνευση. Στο τέλος του 14ου στίχου τα αποσιωπητικά δηλώνουν τη συγκίνηση του ποιητή. Από εκεί αρχίζει το όραμά του.
Ø  Στ. 15              γ΄ μέρος : η δημιουργία,  β΄ πρόσωπο, σαν να διαλέγεται με το δημιούργημά του. Αόριστη η γοητεία του, γιατί δεν είναι καθορισμένη από την ιστορία. Αντίθεση με β΄ μέρος : ο ασήμαντος γίνεται σημαντικός
Ø  Στ. 16 -17       η αιτία της δημιουργίας. Η ιστορική αδιαφορία διεγείρει και εμπνέει.
Ø  Στ. 18              αιτιολογείται ο προηγούμενος στίχος. Πλάθει τη μορφή με μεγαλύτερη ελευθερία.
Ø  Στ. 19              από δω αρχίζει η ποιητική δημιουργία. Ο τόνος γίνεται λυρικός, εντείνεται η αντίθεση με το πεζολογικό α΄ και β΄ μέρος. Το ασήμαντο πρόσωπο εξυψώνεται σε ποθητό ( ωραίο εξωτερικά, αισθηματικό εσωτερικά)
Ø  Στ. 20 - 21      η δύναμη της ποίησης. Ο ποιητής δεν κυριαρχείται από συναίσθημα ( κάτι τέτοιο θα έκαναν οι ρομαντικοί) αλλά διατηρεί και ελέγχει τη γραφή του.
Ø  Στ. 22 - 26      τόσο πλήρης είναι η ψευδαίσθηση, ώστε έχει την εντύπωση ότι μπήκε στην κάμαρά του. Ο φωτισμός δημιουργεί το σκηνικό : η κάμαρα, ημίφως, δύο πρόσωπα (ο Καισαρίων βουβός). Ερωτισμός.
Ø  Στ. 27 - 28      ο ποιητής φαντάζεται τον Καισαρίωνα στην Αλεξάνδρεια στις τελευταίες του στιγμές, «ιδεώδη εν τη λύπη» του από τη μοίρα του και την ασπλαχνία που επέδειξαν προς το πρόσωπό του.
Ø  Στ. 29 - 30      οι φαύλοι είναι οι αδίστακτοι της εξουσίας. Δες και σχόλια του σχολικού εγχειριδίου.
Ø  Γενικότερες παρατηρήσεις για το ποίημα :
      είναι ποίημα για την ποίηση, γιατί έχει ως αφετηρία ένα βιβλίο, ένα όνομα κατευθύνει και δραστηριοποιεί την έμπνευσή  και με τη φαντασία αναπλάθεται το πρόσωπο.
      Με αυτό το ποίημα ο Καβάφης στρέφεται στον εαυτό του και αναπαριστά τη διαδικασία της δημιουργίας του. Η τεχνική της έμπνευσής του : ο οραματισμός που προκαλείται από ένα ασήμαντο ερεθισμό, η δημιουργία των όρων από τη ζωή του ποιητή ή την ιστορία για την ολοκλήρωση του οραματισμού (αυτοαναφορικότητα).
      Ο Καισαρίων αδικήθηκε από την  υπέρμετρη φιλοδοξία της μητέρας του. Χωρίς να φταίει, τυγχάνει φρικτού τέλους. Είναι πρόσωπο τραγικό. Η τραγικότητά του ενισχύεται και από το ότι είναι νεαρό άτομο.



«Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου
ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῇ 595 μ. Χ.»

Ø  Στ. 1                Το μοτίβο των γηρατειών. γήρασμα κορμιού (σώματος) και προσώπου (μορφής).
Ø  Στ. 2                καημός από τη φθορά (πληγή). Ο χρόνος είναι μαχαίρι. Σχήμα υπαλλαγής αντί φρικτή πληγή.
Ø  Στ. 3                ο ποιητής δεν υπομένει το γήρας με απάθεια, αλλά ψάχνει για διέξοδο, για γιατρειά.          
Ø  Στ. 4                προσωποποίηση της ποίησης. Η αξία της ως παρηγοριά και ελπίδα.
Ø  Στ. 5                όμως η θεραπεία της είναι παροδική, δεν έχει παντοδύναμη ισχύ.
Ø  Στ. 6                με το υπερβατό σχήμα τονίζονται οι απόπειρες να κατευνασθεί ο πόνος των γηρατειών. Σε αυτές τις απόπειρες συμμετέχουν η φαντασία (η δύναμη που συλλαμβάνει) και ο λόγος (η γλώσσα που πραγματοποιεί και εκφράζει τη σύλληψη).
Ø  Στ. 7                επανάληψη, γιατί είναι η χαρακτηριστικότερη μορφή φθοράς στο ανθρώπινο σώμα.
Ø  Στ. 8                προσφώνηση, αίτημα προς ποίηση για ανακούφιση.
Ø  Στ. 9                ανακουφίζεται ο πόνος αλλά λίγο, πρόσκαιρα. Η φθορά παρουσιάζεται αναπόφευκτη.

Γενικότερες παρατηρήσεις για το ποίημα :

Ø             Ο τίτλος από τους εκτενέστερους που συναντάμε σε καβαφικά ποιήματα. Η μελαγχολία δηλώνει την ψυχική κατάσταση, ο Ιάσων είναι φανταστικό πρόσωπο και λειτουργεί ως το προσωπείο του ποιητή, η Κομμαγηνή είναι ανύπαρκτο κρατίδιο που υπήρχε κάποτε στα ΒΑ της Συρίας, όμως το 595 μ. Χ. δεν υπάρχει αλλά και τώρα είναι το σύμβολο της φθοράς που ο φθονερός γέρων, ο χρόνος, προκαλεί. Με το ιστορικό προσωπείο ο Καβάφης εκφράζει τη διαχρονικότητα και καθολικότητα της κατάστασης που περιγράφει αλλά και ανανεώνει τη βασανισμένη από πολλούς λέξη.
                 Το ποίημα είναι δημοσιευμένο το 1921, αλλά γραμμένο το 1918,όταν ο ποιητής πλησιάζει τα 55 του χρόνια. Το φάρμακο στη φθορά είναι η ποίηση. Γιατί; Διότι από μόνη της η πράξη της δημιουργίας είναι μέγιστη απόλαυση και ευτυχία. Και ευτυχής είναι ο δημιουργός, όταν η τέχνη του βρίσκει δρόμο στην καρδιά του αναγνώστη. Το ίδιο θέμα πραγματεύεται ο Καβάφης και στο ποίημα του «Πολύ σπανίως».



Ο ΔΑΡΕΙΟΣ

Γενικότερες παρατηρήσεις για το ποίημα :

Ø              Πρόκειται για ένα πορτραίτο καμωμένο γύρω στα 1920, που ιστορεί σε τόνο ιλαροτραγωδίας την παραζάλη του ποιητή μέσα στις άρπαγες της ιστορίας. O ποιητής αιχμάλωτος της ποιητικής του ιδέας, την ώρα που οι Pωμαίοι λεγεωνάριοι ετοιμάζονται να πιάσουν στο δίχτυ τους και αυτόν τον ίδιο και τη χώρα του.

Ø                Έχουμε συνηθίσει, μιλώντας για ιστορία, ο νους μας να τρέχει στα παλιά, και εκεί να βλέπουμε την άκρη της ή ακόμη και το τέλος της. Στην πραγματικότητα το πράγμα πάει αντίστροφα: η ιστορία αρχίζει από το σήμερα και προχωρεί στο αύριο. Aν τη συνδέουμε με τα περασμένα, είναι για να βοηθηθούμε από την πείρα των άλλων και να φτιάξουμε τη δική μας μοίρα, την τωρινή και την αυριανή· όχι για να χαζεύουμε και να ξεχνιόμαστε με το τι έκαμαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Φέρνοντας την ιστορία στο παρόν κινδυνεύουμε, θα έλεγαν μερικοί, να την ταυτίσουμε με τη δημοσιογραφική επικαιρότητα. Όχι. Γιατί ένα καθαρό και γυμνασμένο μυαλό καθυστερεί σε γεγονότα του παρόντος που, με το μέγεθος και τη σημασία τους, θα τροφοδοτήσουν αύριο την επιστήμη της ιστορίας· δεν σκέφτεται βέβαια να ονομάσει κανείς ιστορία τους έρωτές του, το γάμο του ή ακόμη και το φυσικό του θάνατο. Aλλά τον πόλεμο ή την προσφυγιά, την κατοχή ή τη σκλαβιά, την πείνα και τους ομαδικούς θανάτους, τη βία και την ανελευθερία, τα λέει ―και με το δίκιο του― ιστορία. Όταν λοιπόν μιλούμε για την ιστορική συνείδηση του ποιητή ή όποιου άλλου, εννοούμε την αντίδρασή του μπροστά στις βαθιές πληγές της ομαδικής μας ζωής, στα μεγάλα κύματα που και να θέλεις δεν μπορείς να τα ξεφύγεις, ακόμη και αν είσαι δειλός ή προδότης. Το ποίημα γράφτηκε το 1917 – η Ελλάδα μπαίνει στη δίνη του α΄ παγκοσμίου πολέμου και δημοσιεύεται το 1920.

Ø              Ο  Καβάφης και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι στην εταιρεία Αρδεύσεων πιέστηκαν να υπογράψουν υπέρ του κινήματος της Θεσσαλονίκης (του οποίου ηγέτης ήταν ο Ελ. Βενιζέλος ) που ζητούσε την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των Αγγλογάλλων. Ο Καβάφης υπέγραψε – προσωρινά μόνο, αφού αργότερα παραιτήθηκε - και πήρε ως αντάλλαγμα προαγωγή και αύξηση μισθού· αυτή η αναντιστοιχία ανάμεσα στην προσωπική  ιδεολογία  και την πολιτική αναγκαιότητα που τον πίεζε, δυσαρέστησε πολύ τον ποιητή , που μέσα από το ποίημα αναρωτιέται :
1.      για τη σχέση του καλλιτέχνη με την εξουσία,
2.      για την ποιητική δραστηριότητα και την επιρροή της από την εχθρική πραγματικότητα που βιώνει ο ποιητής, για τη σχέση ποίησης και ιστορίας
3.      για την ανεξαρτησία της τέχνης και τη δυνατότητα να μένει ο καλλιτέχνης ανεπηρέαστος από τις επιταγές των εξωτερικών  συνθηκών και  των ιστορικών συγκυριών
4.      για την ουσιαστική και όχι ωφελιμιστική υπηρέτηση της Τέχνης

Ø              Φερνάζης: ποιητικό προσωπείο του Καβάφη. Πρόκειται για πρόσωπο που το έπλασε η φαντασία του ποιητή, πλαστό δηλαδή, αλλά τοποθετημένο σε περιβάλλον και σε συνθήκες απόλυτα ιστορικές. Το όνομά του, ίσως, παραπέμπει στο όνομα του γιού του Μιθριδάτη, Φαρνάκη που αργότερα τον πρόδωσε στον Πομπήιο (όπως   αντίστοιχα « πρόδωσε» ο Φερνάζης τον Μιθριδάτη) ή στον ίδιο τον Καβάφη ( οι αναγραμματισμοί στην καβαφική ποίηση είναι συχνοί, άλλοτε ρητοί - ταυτολογικοί και άλλοτε υπόρρητοι - κρυπτογραφικοί· πρόκειται για την τεχνική της απόκρυψης: φΑρνΑκΗς – κΑβΑφΗς

Ø  Φανταστικά πρόσωπα: ο Φερνάζης και ο υπηρέτης του. Μπορεί ο Φερνάζης να είναι ένας φανταστικός ποιητής αλλά είναι επιμελώς τοποθετημένος  σε μια πραγματική ιστορική εποχή  και τα διλήμματά του, οι θέσεις του και οι σκέψεις του αποκτούν πραγματική υπόσταση στα μάτια του αναγνώστη


Ø  Mιθριδάτης ο ΣΤ, ο Eυπάτωρ, (126-63 π.X.), εξελληνισμένος βασιλιάς του Πόντου, που ανταγωνίστηκε επίμονα τους Ρωμαίους. (Μιθριδατικοί πόλεμοι) Γνωστές οι στρατηγικές του ικανότητες, χωρίς το φραγμό καμιάς ηθικής προκατάληψης, γνωστή και η γλωσσομάθειά του (μιλούσε 22 γλώσσες! ) και ο  εθισμός  του στα δηλητήρια (ο εθισμός αυτός τον αναγκάζει, όταν θέλει την ύστατη στιγμή να αυτοκτονήσει, να καταφύγει στο σπαθί ενός Κέλτη μισθοφόρου του.) Στο ποίημα η δράση τοποθετείται στον Γ΄ Μιθριδατικό πόλεμο εναντίον της Ρώμης, 74- 63 π.Χ που έληξε με ήττα του Μιθριδάτη από τον Σύλλα και τον Πομπηίο Θεωρούσε τον Δαρείο πρόγονό του,  και η ζωή του είχε πολλές ομοιότητες με εκείνου: βιαιότητες και  ραδιουργίες για την κατάληψη του θρόνου,  επεκτατική πολιτική κλπ

Ø  Δαρείος Υστάσπου: βασιλιάς της Περσίας, διαδέχτηκε τον Κύρο. Σχεδίασε την πρώτη περσική εκστρατεία εναντίον των Ελλήνων που κατέληξε στην ήττα των Περσών στο Μαραθώνα το 490 π.Χ. Μακρινός απόγονος του Δαρείου εθεωρείτο ο Μιθριδάτης, γι αυτό ο Φερνάζης γράφει ένα υμνητικό, ποίημα για τον Δαρείο  με σκοπό να κολακεύσει το Μιθριδάτη.

Ø  Αμισός:  Πόλη του ελληνικού Πόντου, πρωτεύουσα του βασιλείου του Μιθριδάτη που περιλάμβανε και μεγάλο μέρος της Καππαδοκίας. Η Aμισός  πέφτει στα χέρια των Pωμαίων στα 71 π.X.

Ø               H ιστορική συνείδηση του Kαβάφη επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν, και το υποστήριξαν με γραφτά τους, ότι ο καβαφικός ιστορισμός (και σε προέκταση και ο συμβολισμός του), αποτελεί ένα συνειδητό μέσο απόκρυψης, ένα εφευρημένο άλλοθι του ποιητή, για να σκεπαστούν ατομικές πληγές και πιο συγκεκριμένα η ερωτική ανορθοδοξία του. Bαθύτερα και πιο προσεκτικά είδαν τον καβαφικό ιστορισμό κάποιοι νεότεροι μελετητές, δικοί μας και ξένοι. Γι’ αυτούς η ιστορία (στην καθημερινή της ροή ή στη γραμματειακή της μνημείωση) αποτελεί την ενδοχώρα της καβαφικής ποίησης, τη γόνιμη γη, όπου ο ποιητής καταθέτει τα προσωπικά του βιώματα και τις ατομικές του εμπειρίες. Πιο συγκεκριμένα θα ήθελα να παραπέμψω τον αναγνώστη σε τρεις δοσμένες εξηγήσεις, που η καθεμιά τους φωτίζει και από διαφορετική σκοπιά τον καβαφικό ιστορισμό, και οι τρεις μαζί μάς δείχνουν καθαρά τη σημασία, τη λειτουργία, και το βαθμό εγρήγορσης της ιστορικής συνείδησης του ποιητή.
            H πρώτη ανήκει στον C.M. Bowra Λέει: «O ποιητής χρειάζεται σύμβολα και μύθους, για να μπορέσει να δώσει συγκεκριμένη μορφή στις ακαθόριστες σκέψεις του.»  H δεύτερη εξήγηση ανήκει στον Σεφέρη. Λέει: «…για να εκφράσει τη συγκίνησή του ο ποιητής πρέπει να βρει μια σκηνοθεσία καταστάσεων, ένα πλαίσιο γεγονότων, έναν μορφικό τύπο, που θα είναι όπως το πλαίσιο ενός στοχάστρου· όταν οι αισθήσεις κοιτάξουν το στόχαστρο, θα βρουν τη συγκίνηση».
            Η τρίτη εξήγηση από τον  Tσίρκα: «Tο βασικό μοτίβο, τουλάχιστον στα ηθοπλαστικά του (= του Kαβάφη) ποιήματα, το δίνει, φυσικά, το σύγχρονο, το πραγματικό γεγονός. Aυτό θα το ονομάσουμε δεύτερο κλειδί ή δεύτερη πηγή. Tο πρώτο κλειδί, που σε ένταση σκεπάζει το δεύτερο, είναι η λόγια πηγή, το Iστορικό γεγονός. Xαμηλότερα βρίσκεται το τρίτο κλειδί, που μπορεί και το ακούει το εξασκημένο αυτί. Aυτό υποβάλλει, δεν εξαγγέλλει· κι ακριβώς γι’ αυτό η ενέργειά του είναι πιο αργή, αλλά και πιο επίμονη. Πηγή του: τα βιώματα του ποιητή, το ψυχικό γεγονός. H αρμονική αντιστοιχία των τριών κλειδιών δίνει στο καβαφικό ποίημα το βάθος. Bάθος χρόνου· βάθος οράματος· βάθος σκέψης· βάθος συγκίνησης. Tα δύο πρώτα κλειδιά (δηλ. το συγκεκριμένο περιστατικό και η λόγια ιστορική πηγή) λειτουργούν σαν δυο καθρέφτες στημένοι αντικριστά· γεννούν την αίσθηση μιας απύθμενης προοπτικής. Aνάμεσα στους δυο καθρέφτες ο ποιητής υψώνει τη λάμπα του, το ψυχικό εγώ του. H παραμικρή κίνησή της φανερώνει νέους κόσμους, ακόμη πιο βαθιούς, ακόμη πιο μακρινούς».Tέλος, προσθέτω και μια τέταρτη εξήγηση, του ίδιου του ποιητή: «Eγώ είμαι», έλεγε στα τελευταία της ζωής του ο Kαβάφης, «ποιητής ιστορικός· ποτέ μου δεν θα μπορούσα να γράψω μυθιστόρημα ή θέατρον· αλλά αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορίαν». Tι λογής ιστορία; θα μας το δείξει η ανάγνωση του «Δαρείου»

Ø               Η στίξη στον Kαβάφη είναι λιγότερο συντακτική (που πάει να πει: νοιάζεται λιγότερο για τη λογική ακολουθία), και περισσότερο φωνητική (υποδείχνει δηλαδή σ’ αυτόν που θα διαβάσει, ή καλύτερα: που θα απαγγείλει το ποίημα, έναν ολότελα δεσμευτικό τρόπο εκφοράς του ποιητικού λόγου). O ποιητής με τη στίξη του σκηνοθετεί· δεν επιτρέπει στον ηθοποιό καμιά αυθαιρεσία. Δυο παραδείγματα Tο ένα αφορά στα δύο κόμματα που απομονώνουν το επίθετο φθονερούς από το προηγούμενο ουσιαστικό επικριτάς, και το επόμενο επίρρημα τελειωτικά στους στίχους 23-24. Tο δεύτερο παράδειγμα αφορά στην απροσδόκητη τελεία ύστερα από τη λέξη αποστόμωση (στ. 25), που αναδεικνύει το περιεχόμενο των στ. 22-24 σε κύρια πρόταση, ενώ την περιμέναμε δευτερεύουσα. Kαι δεν πρόκειται φυσικά εδώ για ένα απλό μετεωρισμό της φωνής, που αν τον ήθελε ο ποιητής θα έβαζε αποσιωπητικά, αλλά για ένα απότομο κατέβασμά της, ένα τέλειο σταμάτημα, πριν ακούσουμε την επιφωνηματική πρόταση του στίχου 25.          Λειτουργία άλλων σημείων στίξης: θαυμαστικό, στ.21: αισθητοποίηση της ειρωνείας του Καβάφη προς  το Φερνάζη    άνω τελεία, στ 9, 36: στοχαστικό κλίμα , προβληματισμός του αναγνώστή         παύλα, στ.9: ειρωνεία, στ.20 ειρωνεία, στ.33 αισθητοποίηση της απόγνωσης του Φερνάζη, στ. 35 αισθητοποιεί την ποιητική ιδέα του Φερνάζη  που αλλάζει και αφήνει στον αναγνώστη περιθώρια προβληματισμού  ερωτηματικό, στ 31-32, ρητορική ερώτηση, η αγωνία του Φερνάζη , η ειρωνεία του Καβάφη παρένθεση στ. 4-6 ειρωνεία άνω τελεία στ. 8 οι επόμενοι στίχοι εκφέρονται από τον Φερνάζη  εισαγωγικά, στ. 22,  τίτλος του ποιήματος του Φερνάζη, « Δαρείος»

Ø  Αφήγηση O «Δαρείος» οργανώνεται συντακτικά σε τριτοπρόσωπη αφήγηση. Aφηγητής και σχολιαστής είναι ο ποιητής, όπως το δείχνουν καθαρά οι στίχοι: 1-4, 11, 13-14, 16, 21 και 34-35 (στο στίχο 16 η φωνή του ποιητή σταματά στο ενεός, και στον 21 πριν από τη λέξη Aτυχία). Tι ακριβώς όμως γίνεται στο υπόλοιπο ποίημα; Ποιος λέει π.χ. τους στίχους της πρώτης παρένθεσης: ο ποιητής; ο Φερνάζης; ή ένας τρίτος, αόρατος υποβολέας; Kαι πώς πρέπει να ακούσουμε τους στίχους 14-15, δίχως τα εισαγωγικά, που θα μας επέτρεπαν να τους αποδώσουμε απευθείας σ’ έναν αγγελιαφόρο; Mε ποιον διάμεσο; τον ποιητή; ή τον Φερνάζη; Kαι κυρίως: οι στίχοι 16-33 ― κι αυτοί δίχως εισαγωγικά: ποιος υποκλέπτει και μας μεταδίνει τις ομολογημένες και ανομολόγητες αυτές σκέψεις του Φερνάζη; Tέλος ποιος αποκρυπτογραφεί την τελευταία σκέψη του Φερνάζη στην έξοδο του ποιήματος;  Το ποίημα στο σύνολό του λειτουργεί θεατρικά: σκηνοθέτης του και ενμέρει υποκριτής του ο Kαβάφης· θεατές του και κάποτε συνυποκριτές του εμείς. Στο ποίημα κυριαρχεί ένας παντογνώστης, τριτοπρόσωπος αφηγητής που γνωρίζει σκέψεις, πράξεις και συναισθήματα των ηρώων .Μετατρέπεται  αργότερα σε πρωτοπρόσωπο για να μας μεταδώσει  με παραστατικότητα τις σκέψεις του Φερνάζη  (και του υπηρέτη) : ο ένδοξός μας βασιλεύς, ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ / Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα σύνορα /  Aλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια στην Aμισό. / Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς, οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ; Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες; Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται, βοηθήστε μας. Το διαρκές πέρασμα απ’ την τριτοπρόσωπη στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση προσδίδει στο ποίημα ζωντάνια, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της θεατρικότητάς του. Συνάμα, επιτρέπει την εναλλαγή της εστίασης και την προβολή των βασικών θεματικών του ποιήματος από διαφορετική κάθε φορά οπτική. Έχουμε έτσι, από τη μία την εγωκεντρική θέαση των πραγμάτων από τον ποιητή Φερνάζη και από την άλλη την αντίδραση ενός εξωτερικού παρατηρητή, του τριτοπρόσωπου αφηγητή, ο οποίος μέσω κυρίως της ειρωνείας εκφράζει έμμεσα τη δική του θέση.

Ø              Ο τίτλος του ποιήματος: Και ο Καβάφης και ο Φερνάζης  γράφουν ένα  ποίημα με τον τίτλο «Δαρείος».  Ο τίτλος του ποιήματος του Καβάφη αναφέρεται στο βασιλιά Δαρείο και όχι στο ποίημα του Φερνάζη ( δίνεται χωρίς εισαγωγικά)· μέσω αυτού του ποιήματος ο Καβάφης  προβληματίζεται για τη σχέση της ποίησης , αλλά και της τέχνης γενικότερα, με τις επιταγές της ιστορικής πραγματικότητας . Ο βασιλιάς Δαρείος είναι ο φορέας της υπεροψίας, της αλαζονείας της εξουσίας που είναι και το βασικό  θέμα  του ποιήματος. Ο Φερνάζης, είναι το πρόσωπο που κατασκεύασε ο Καβάφης ώστε να καταθέσει-  εκ του ασφαλούς, αποπροσωποποιώντας το ποιητικό Εγώ  - τις ιδέες του, την κριτική του, τον προβληματισμό του γύρω από το θέμα. Έτσι  ο Καβάφης « αναθέτει» στον Φερνάζη να γράψει  ένα ποίημα με τον τίτλο « Ο Δαρείος»,  το οποίο μπαίνει σε εισαγωγικά. Μέσα, λοιπόν, στο καβαφικό ποίημα Ο Δαρείος υπάρχει ένα  ποίημα – έμβρυο, ένα εγκιβωτισμένο ποίημα, ένα ποίημα μέσα στο ποίημα,  φανταστικό και όχι πραγματικό. Βέβαια στο βαθμό που σχετίζονται οι δύο ποιητές, Καβάφης – Φερνάζης – σχετίζονται και τα ποιήματά τους. Στο «Δαρείο» προσπαθεί να αποποιηθεί τη ταύτιση του με τον Φερνάζη μέσω των εξής επιλογών:  α) Ο Φερνάζης  γράφει επικό ποίημα, ενώ ο Καβάφης δεν έγραφε επική ποίηση β) ο Φερνάζης  έχει επιτήδευση και ρητορισμό στην ποίησή του ενώ ο Καβάφης χαρακτηρίζεται για την εκφραστική του λιτότητα.
              Όμως πολλά στοιχεία μας δείχνουν καθαρά πως ο Φερνάζης είναι προσωπείο      του Καβάφη:
  •  είναι και οι δύο ποιητές, με ελληνική παιδεία , αλλά  ζουν εκτός Ελλάδας
  • γράφουν  και οι δύο  ένα ποίημα ιστορικό, που έχει τον τίτλο «Δαρείος»  ( Δαρείος του Φερνάζη το 70 πΧ, Δαρείος του Καβάφη το 1920 Πχ )
  • γράφουν τα ποιήματά τους σε δύσκολες συγκυρίες, ο Φερνάζης στη διάρκεια του Γ΄ Μιθριδατικού πολέμου και ο Καβάφης  κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
  •  η παρέμβαση των Ρωμαίων μετατρέπει το ποιητικό δίλημμα του Φερνάζη σε υπαρξιακό, ενώ αντίστοιχα η παρέμβαση των γεγονότων με τους Αγγλογάλλους το 1917 δημιουργεί υπαρξιακό δίλημμα στον Καβάφη που υπέγραψε, όπως είπαμε παραπάνω, δήλωση προσχώρησης ( ίσως ο Καβάφης επικρίνει την συμπεριφορά που φοβόταν πως θα υιοθετήσει  ή ήδη υιοθέτησε…)
Ø  Το ποίημα, χτισμένο πάνω στο τρίπτυχο σχήμα θέση – άρση – θέση (= τίθεται η λειτουργία της ποίησης, αίρεται και, τελικά, επανατίθεται), συνιστά πλάγιο ύμνο στην τέχνη της ποίησης που η πολεμική ταραχή αδυνατεί να την ακυρώσει και να την καταργήσει. Η ποίηση υμνείται  ως ακατάλυτη αξία και διάρκεια.
Ø  Θεατρικότητα: εναλλαγή πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης, θεατρική δράση και πλοκή ( δραματικό απρόοπτο η εμφάνιση του υπηρέτη, εσωτερικός μονόλογος,  ρητορικές ερωτήσεις

Ø  Σχήματα λόγου:         ρητορικές ερωτήσεις, επίκληση, εικόνες ( ο ποιητής σιωπηλός και προβληματισμένος), η αιφνίδια είσοδος του υπηρέτη και η αναγγελία του πολέμου, η αγωνία του ποιητή, επαναλήψεις, αντίθεση ( μέσα σε πόλεμο φαντάσου ελληνικά ποιήματα ), ειρωνεία
Δαρεῖος
Ø  Στ. 1 – 11        Όταν αρχίζει το ποίημα, ο Φερνάζης βρίσκεται σκυμμένος πάνω στο επικό του έργο· γράφει για τον Δαρείο, θέλοντας έτσι, έμμεσα, να λαμπρύνει το βασιλιά της χώρας, τον Μιθριδάτη, φορτωμένο κιόλας με πολλές δόξες· μια δόξα παραπάνω τώρα, να τονιστεί η καταγωγή του από τον μεγάλο Δαρείο. Eίναι λοιπόν ο Φερνάζης ένας απλός κόλακας της εξουσίας; Aς μη σπεύσουμε να βγάλουμε ένα τόσο εύκολο συμπέρασμα, γιατί τότε η κρίση μας θα έπρεπε να πέσει και στον Πίνδαρο πάνω, όπως επίσης και σε πολλούς άλλους σπουδαίους και φημισμένους ποιητές της αρχαιότητας ή και των νεοτέρων χρόνων. Aς πούμε καλύτερα πως ο Φερνάζης είναι ένας επαγγελματίας ποιητής. Eπιτέλους, έπος γράφει ο άνθρωπος· και είναι γνωστό ότι τα έπη, από τα ομηρικά ακόμη χρόνια, ακούγονται σε βασιλικές αυλές και τώρα βρίσκεται στην πιο καίρια φάση της δημιουργίας του (το σπουδαίον μέρος…) Ότι ο Φερνάζης δεν είναι ένας φτηνός κόλακας, το δείχνει και η δυσκολία που τον σταματά: αναρωτιέται για τα αισθήματα του Δαρείου, την ώρα που ο Πέρσης μονάρχης παίρνει την εξουσία στα χέρια του· (το πώς την βασιλεία…) για να ορίσει λοιπόν ο Φερνάζης τα ακραία όρια της ψυχολογίας του Δαρείου, ταλαντεύει τον ήρωα του ανάμεσα στην υπεροψία (και τη μέθη) και στην κατανόηση της ματαιότητας των μεγαλείων, δηλαδή ότι είχε επίγνωση της ευθύνης αυτού του ρόλου αλλά συνάμα ότι τα μεγαλεία της εξουσίας είναι μάταια· αν πούμε πως το δεύτερο όριο είναι ένας έπαινος για τον Μιθριδάτη, το πρώτο όμως (η υπεροψία και η μέθη ― μια μορφή αρχαιοελληνικής ύβρεως) θα κολάκευε το βασιλιά του Πόντου; O Φερνάζης φιλοσοφεί, δε ρητορεύει. (βαθέως …)

Ø  ειρωνεία : σπουδαίον, επικό, ένδοξος, Διόνυσος και Ευπάτορ = πολύ κομψοί χαρακτηρισμοί, παρέλαβε = το σωστό κατέλαβε, σφετερίστηκε

Ø  Στ. 12 – 20      Ξαφνικά (αλλά) πέφτει στη μέση μια είδηση βαρυσήμαντη –δραματικό απρόοπτο: ο πόλεμος. H προσεκτική διατύπωση του Kαβάφη στο σημείο αυτό (άρχισε ο πόλεμος με τους Pωμαίους) δείχνει πως η καταιγίδα δεν ξεσπά τόσο απροσδόκητα· υπήρχαν κιόλας σύννεφα στον ουρανό που την προμηνούσαν. O Φερνάζης όμως μένει εμβρόντητος (ενεός), δεν το περίμενε τώρα το κακό· πίστευε πως είχε τον καιρό μαζί του. Ο πόλεμος είναι σύμφορά , αφού φέρνει στους λαούς δεινά, μα η συμφορά προκαλεί στην αρχή αποκλειστικά και μόνο τα αντανακλαστικά του ως ποιητή: πού τώρα να βρει την όρεξη ο Mιθριδάτης, για να προσέξει το έπος του Φερνάζη, και μάλιστα ελληνικά γραμμένο: μέσα σε πόλεμο ― φαντάσου, ελληνικά ποιήματα. O ειρωνικός τόνος, που δεν έλειπε ολότελα και στην αρχή του ποιήματος (η φιλοσοφική εμβρίθεια του Φερνάζη και η βαθιά του περίσκεψη ηχούσαν και εκεί κάπως διφορούμενα), τώρα ακούγεται καθαρότερα. Ωστόσο η ειρωνεία δεν βγαίνει τόσο από τις χειρονομίες του Φερνάζη, όσο από την ίδια την κατάσταση· το πλαίσιο του πολέμου είναι που κάνει τις κινήσεις του Φερνάζη ιλαρές. Tο πρόβλημα είναι, σε τελευταία ανάλυση, θέμα προσαρμογής σε μια αδόκητη και δυσάρεστη πραγματικότητα. Ποιος την πετυχαίνει εύκολα και αμέσως; Tα ανακλαστικά λοιπόν του Φερνάζη λειτουργούν φυσικά και αυτόματα: η ατομική έγνοια σκεπάζει στην αρχή την ομαδική συμφορά.

Ø  Στ. 21 – 25      Δεν ξεπερνά εύκολα τον ατομικό του κλοιό ο ποιητής Φερνάζης. Πάνω στην κρίσιμη ώρα θυμάται το σινάφι του· τους φθονερούς επικριτές του: πίστευε πως με το έπος αυτό θα κέρδιζε τη μάχη· θα ανέβαινε ψηλά, κατατροπώνοντας τους ομοτέχνους του (αναδειχθεί…αποστομώσει). O πόλεμος ματαιώνει, ή μάλλον αναβάλλει αυτό το τόσο καλά προγραμματισμένο σχέδιο.  Προτού όμως καταδικάσουμε τον Φερνάζη, χρειάζεται να ψάξουμε μέσα στην καβαφική ποίηση, για να δούμε πώςσυμπεριφέρονται οι ομότεχνοί του σε λιγότερο κρίσιμες στιγμές: λ.χ.
Τυανεύς Γλύπτης

Καθώς που θα το ακούσατε, δεν είμ’ αρχάριος.
Κάμποση πέτρα από τα χέρια μου περνά.
Και στην πατρίδα μου, τα Τύανα, καλά
με ξέρουνε· κ’ εδώ αγάλματα πολλά
με παραγγείλανε συγκλητικοί.

                                        Και να σας δείξω
αμέσως μερικά. Παρατηρείστ’ αυτήν την Pέα·
σεβάσμια, γεμάτη καρτερία, παναρχαία.
Παρατηρείστε τον Πομπήιον. Ο Μάριος,
ο Aιμίλιος Παύλος, ο Aφρικανός Σκιπίων.
Ομοιώματα, όσο που μπόρεσα, πιστά.
Ο Πάτροκλος (ολίγο θα τον ξαναγγίξω).
Πλησίον στου μαρμάρου του κιτρινωπού
εκείνα τα κομμάτια, είν’ ο Καισαρίων.

Και τώρα καταγίνομαι από καιρό αρκετό
να κάμω έναν Ποσειδώνα. Μελετώ
κυρίως για τ’ άλογά του, πώς να πλάσω αυτά.
Πρέπει ελαφρά έτσι να γίνουν που
τα σώματα, τα πόδια των να δείχνουν φανερά
που δεν πατούν την γη, μόν’ τρέχουν στα νερά.

Μα να το έργον μου το πιο αγαπητό
που δούλεψα συγκινημένα και το πιο προσεκτικά·
αυτόν, μια μέρα του καλοκαιριού θερμή
που ο νους μου ανέβαινε στα ιδανικά,
αυτόν εδώ ονειρεύομουν τον νέον Ερμή.


Ø   













  

















ή ο άγνωστος Eδεσσηνός στο «Oύτος Eκείνος».

Ούτος Εκείνος
Άγνωστος — ξένος μες στην Aντιόχεια — Εδεσσηνός
γράφει πολλά. Και τέλος πάντων, να, ο λίνος
ο τελευταίος έγινε. Με αυτόν ογδόντα τρία

ποιήματα εν όλω. Πλην τον ποιητή
κούρασε τόσο γράψιμο, τόση στιχοποιία,
και τόση έντασις σ’ ελληνική φρασιολογία,
και τώρα τον βαραίνει πια το κάθε τι —

Μια σκέψις όμως παρευθύς από την αθυμία
τον βγάζει — το εξαίσιον Ούτος Εκείνος,
που άλλοτε στον ύπνο του άκουσε ο Λουκιανός.



















Eκείνο που μας χρειάζεται στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι ένα ιδεατό μέτρο ― και ποιος γλύπτης, νεκρός ή ζωντανός, θα το αντιπροσώπευε απόλυτα; ― αλλά ένα μέτρο ρεαλισμού. Mετρημένος έτσι ο Φερνάζης, δεν είναι τόσο μωροφιλόδοξος ή αφελής. Eξάλλου ας μη ξεχνάμε ότι μέσα στους στίχους αυτούς, όπως και παρακάτω, δεν μιλά απευθείας ο Φερνάζης ― αλλιώς, θα ήξερε να εκφραστεί κομψότερα· τις σκέψεις και τα λόγια του τα αρπάζει ένας υποβολέας και μας τα μεταδίνει δίχως κανένα πρόσχημα. Mε αυτή όμως την απροσχημάτιστη χειρονομία του υποβολέα, ο Φερνάζης απογυμνώνεται, και μορφάζει αμήχανα ή διασκεδαστικά

Ø  Στ. 26 – 33      Κάποτε επιτέλους βγαίνει ο Φερνάζης από το ποιητικό κλουβί του· αρχίζει να αντιδρά σαν ένας κοινός πολίτης της Αμισού. Τώρα μπαίνει σε λειτουργία το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, εκφρασμένο με μια γλώσσα ομαδική: ο Φερνάζης υποδύεται το ρόλο του πολίτη με μια φρασεολογία, που δεν της λείπει η επιτήδευση· εκείνα τα εκτάκτως οχυρή και το είναι φρικτότατοι εχθροί οι Ρωμαίοι και μπορούμε να τα βγάλουμε με αυτούς οι Καππαδόκες προδίνουν μια λογιότητα ξεφτισμένη σε πολιτική ρητορεία. Δεν φταίει ο Φερνάζης· ως ποιητής ήξερε να μιλήσει καλύτερα. Ας όψεται ο καταραμένος πόλεμος και οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι.

Ø  Στ. 34 – 37      Αλλά ο Φερνάζης δεν χάνει ολότελα τον οίστρο του τον ποιητικό μέσα στην πολεμική παραζάλη. Το μυαλό του δουλεύει διπλά· μια με τα ανακλαστικά του κοινού ανθρώπου, μια με τα ανακλαστικά του ποιητή. Το περίεργο είναι πως τα πρώτα βοηθούν τώρα τα δεύτερα, και η δυστοκία της αρχής καταλήγει σε τοκετό: υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος. Ο Δαρείος; Ή μήπως ο Φερνάζης, οι όμοιοί του και οι όμοιοί μας;Η ποίησή του τώρα δεν είναι μέσο κολακείας αλλά τέχνη πραγματική ανεξάρτητη από ιδιοτελείς σκοπούς








.






Μ. ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

γενικά γνωρίσματα της ποίησής της

                  Τύπωσε δύο ποιητικές συλλογές « οι τρίλιες που σβήνουν» (1928) τρίλιες = κελαηδισμοί και «Ηχώ στο χάος» (1929). Τα μοτίβα του έρωτα και         του θανάτου – φθοράς κυριαρχούν. Η ποίησή της έχει τον αυθορμητισμό του ημερολογίου, μεταστοιχειώνει τον συναισθηματικό της κόσμο αυτόματα και πηγαία και με όλες τις εξιδανικεύσεις που υπαγόρευε η ρομαντική της φύση. Διακρίνεται αυτοσχεδιαστική ευχέρεια αλλά με χαλαρή τεχνική. Η Πολυδούρη δε γράφει ποίηση για τον αναγνώστη αλλά για να δώσει διέξοδο στον συναισθηματισμό της. Είναι ποίημα για την ποίηση, γιατί η ποίηση είναι το μέσο για να εξωτερικεύσει τον έρωτά της.

Μόνο γιατί μ᾿  ἀγάπησες

Ø    ο τίτλος αποσιωπητικός και ελλειπτικός. θα μπορούσε να συμπληρωθεί με το ρήμα τραγουδώ ή  γράφω ποίηση. Έτσι εξηγείται η αγάπη σε ευτυχισμένες στιγμές. Η λέξη μόνο επαναλαμβάνεται δέκα φορές. Η ποίηση σε σχέση με τον άλλο.
Ø    σε κάθε στροφή υπάρχει σχέση αιτίου – αποτελέσματος( π.χ. επειδή με αγάπησες (αίτιο) – τραγουδώ (αποτέλεσμα) κ.λπ…
Ø    1η στροφή : έντονη λυρικότητα διαπνέει όλο το ποίημα. Τραγουδώ = γράφω. χρήση β΄ προσώπου γιατί απευθύνεται σε συγκεκριμένο αποδέκτη, ο οποίος τώρα δεν υπάρχει (στα περασμένα χρόνια). Η αγάπη συνεχίζεται σε όλες τις εποχές. Τελευταίος στίχος ίδιος με τον πρώτο (κύκλος) σαν ρεφραίν. Μουσικότητα.
Ø    2η στροφή : εδώ συγκεκριμενοποιείται η αγάπη, είναι η ερωτική. Η αγάπη του παρελθόντος καθορίζει και το παρόν (είμαι, έχω). Παρομοίωση (σαν κρίνο) =  η αγνότητα της ψυχής. Είναι τόσο πλούσια η χαρά που νικάει κάθε πόνο. Οι στίχοι είναι ακράτητο ερωτικό υμνολόγημα. Τα αισθήματα που περιγράφει είναι γνωστά· ο πιο γνήσια γυναικείος αισθηματικός έρωτας, με την απόχρωση της μελαγχολίας, της νοσταλγίας, της περιπάθειας, της θανάσιμης απελπισίας. Όμως όλα αυτά τα γνωστά τα διασώζει μια ιδιαίτερη υφή θηλυκότητας.
Ø    3η στροφή : συνεκδοχή (τα μάτια σου με κοίταξαν). Η δύναμη του ερωτικού βλέμματος (με το βλέμμα της ψυχής). Το μήνυμα που αποστέλλει ο ερωτευμένος. Το αποτέλεσμα είναι η καταξίωση, η αυτοεκτίμηση, γιατί νοιώθει περηφάνια (στολίστηκα το υπέρτατο στέμμα).
Ø    4η στροφή : υπερβολή (γεννήθηκα). Η αγάπη έδωσε νόημα στη ζωή της ποιήτριας. Ολοκλήρωση στην προηγούμενη ανεκπλήρωτη ζωή της.
Ø    5η στροφή : Η ποιότητα της αγάπης (τόσο ωραία) έγινε έμπνευση για τον αγαπημένο της, ο οποίος πέθανε με δόξα (βασίλεψε) και ο θάνατός του οδηγεί την ποιήτρια στο δικό της θάνατο, γιατί άδειασε η ζωή της αλλά άδειασε γλυκά. Ο αγαπημένος της είχε εσωτερική – εξωτερική ομορφιά (ωραίε).
Γενικότερες παρατηρήσεις για το ποίημα :
Ø    το ποίημα, το οποίο αποτελείται από εννέα στροφές – οι ανθολόγοι παραθέτουν τις πέντε – ανήκει στη συλλογή Οι τρίλιες που σβήνουν. Παρουσιάζεται ένας εξιδανικευμένος έρωτας, ο οποίος ενισχύεται από την επανάληψη της λέξης μόνο, από το γεγονός ότι η ζωή της αποκτά αξία (4η στροφή) και από το ανώφελο της ζωής με την έλλειψη του αγαπημένου (5η στροφή).
Ø    ιαμβικό μέτρο, με εναλλαγή 12σύλλαβου και 7σύλλαβου στίχου. Εστίαση εσωτερική. Η μετρική μορφή, ο λυρισμός, ο κύκλος, η σταυρωτή ομοιοκαταληξία υπηρετούν το ποιητικό αποτέλεσμα. Το είδος της ποίησης που προσιδιάζει είναι η λυρική ποίηση. Στον κόσμο των αξιών της ποίησης και της ζωής της ποιήτριας η υπέρτατη αξία είναι η αγάπη (η ερωτική)

 

Ν. ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

γενικά γνωρίσματα της ποίησής του

                        Ποιητής και ζωγράφος, από τους πρώτους υπερρεαλιστές. Η γραφή του αυτόματη, συνειρμική με στίχο άνισο μέχρι μονολεκτικό, γλώσσα ιδιότυπη από την οποία απουσιάζει σχεδόν η στίξη. Έργα του : Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν, Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής, Έλευσις, Μπολιβάρ  ένα ελληνικό ποίημα κ.ά.


Ποίηση 1948

Ø    Ο τίτλος προσδιορίζει την εποχή και αγγίζει το θέμα σχετικά με το ρόλο της ποίησης στην ιστορική πραγματικότητα. Απουσιάζει σκόπιμα το άρθρο, έτσι αποκτά γενίκευση το ουσιαστικό.
Ø    στ. 1-2. Ο λόγος του τεμαχισμένος (λόγω υπερρεαλισμού) αλλά κυρίως επειδή συνετρίβη από τον σπαραγμό του εμφυλίου πολέμου (στ. 2).Δίδεται η εντύπωση ενός μοναχικού ψελλίσματος. Εξάλλου τα χαρακτηριστικά της εποχής που περιγράφει είναι ο σπαραγμός. Αυτός είναι ιστορικός, δηλαδή η πραγματικότητα, ο θάνατος αλλά και ψυχικός, δηλαδή οι συμφορές. Μα και ο κερματισμένος στίχος συνηγορεί σε αυτήν την άποψη.
Ø    στ. 3-5. Η ποίηση σε τέτοιες περιστάσεις είναι εξωπραγματική πολυτέλεια, όπως και άλλες τέχνες (θέατρο, μουσική…). ειρωνεία στον 5ο στ.
Ø    στ.  6-9.  Νοιώθει ενοχές; Ναι, γιατί η ποίηση δε λειτουργεί. Παρόλα αυτά ο ίδιος γράφει ποίηση εκφράζοντας τη διαμαρτυρία του. Οξύμωρο; Όχι, γιατί με τον τρόπο του επισημαίνει την τραγικότητα της εποχής και έτσι αιτιολογείται και ο χαρακτηρισμός της ποίησης του (πικραμένα, στ.16) και η περιορισμένη παραγωγή (τόσο λίγα, στ. 21).
Ø    στ.  10-13.  η εποχή καταγράφεται υπαινικτικά (αγγελτήρια θανάτου). Να η συνέπεια του σπαραγμού. Να η αδυναμία για ποίηση!
Ø    στ.      14-22.     εξαιτίας του σπαραγμού η ποίηση του είναι πικραμένη (στ. 16) και τόσο λίγη (στ.21). Μεταφορά στο στίχο 16, γιατί ο ποιητής είναι πικραμένος. Ο παρενθετικός στίχος λειτουργεί ως ρητορική ερώτηση με αυτονόητη την απάντηση. Ο στ. 19 δείχνει την αδυναμία του ποιητή. Η στάση του είναι τελικά λιποταξία; Θα μπορούσε να ήταν, μάλλον ο χαρακτηρισμός είναι βαρύς γιατί ο ποιητής βασανίζεται από το δράμα του λαού, στον οποίο υποπίπτουν όλες οι συνέπειες του εμφυλίου.
Ø    Τα υπερρεαλιστικά στοιχεία του ποιήματος εντοπίζονται μόνον στον κομματιασμένο, ασθμαίνοντα στίχο και στην σχετική απουσία των σημείων στίξης.
Ø     ύφος απλό, κατανοητό, εξομολογητικό.






Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

γενικά γνωρίσματα της ποίησής του

                        Ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς εκφράζει όλη την πικρία που γεύτηκε από τις συνταρακτικές αλλαγές και τα γεγονότα που σημάδεψαν την εποχή του. Ολιγογράφος, εξομολογητικός η ποίηση λειτουργεί ως μέσο για να καταγραφεί το ιστορικό γίγνεσθαι. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές : Εποχές 1,2,3, Συνέχεια 1,2,3, Παρενθέσεις, Ο στόχος, ΥΓ.

Στον Νίκο Ε… 1949

Ø    Το ποίημα αποτελεί την  απάντηση στο ποίημα του  Εγγονόπουλου. Αυτό φαίνεται από τον τίτλο, την ημερομηνία, τη μίμηση της γραφής, τη θεματική – νοηματική σχέση. Η διαφορά τους είναι ότι ο Αναγνωστάκης δε συμφωνεί με την ποιητική παραίτηση. Η ποιητική έμπνευση του απορρέει από τη δραματικότητα της ιστορίας που βιώνει. Γι΄ αυτό δεν έχει μεταφυσικές ή εξωτικές παρηγοριές.
Ø    Το ποίημα δομείται σε τέσσερα ουσιαστικά χωρίς άρθρο, για να αποφευχθεί η συγκεκριμενοποίηση (στ.1 φίλοι, στ.4 φωνές, στ.9 ερείπια, στ.11 εφιάλτες) και ολοκληρώνεται με τον τελευταίο παρενθετικό στίχο, όπου δίδεται με έμφαση το χρέος του ποιητή.
Ø    στ.  1-3. Οι φίλοι είναι οι νεκροί που φεύγουν και χάνονται (= εκτελούνται). Το ποίημα γράφεται στη φυλακή της Θεσσαλονίκης, όπου ο ποιητής ζει την εμπειρία του μελλοθάνατου. Η εποχή κατονομάζεται και συγκεκριμενοποιείται.
Ø    στ.  4-8. Οι ζωντανοί, οι οποίοι υφίστανται τις συνέπειες της πραγματικότητας και αυτή δίδεται με δύο σπαρακτικές εικόνες : της μάνας και του παιδιού.
Ø    στ.  9-10. Οι υλικές ζημιές. η παρομοίωση της σάπιας σημαίας δείχνει την αποσύνθεση του έθνους
Ø    στ.   11-14. οι μελλοθάνατοι. Το φως μετωνυμικά είναι η ζωή που λιγοστεύει (= εκτελείται) το ξημέρωμα
Ø    στ.   15. Παρενθετικός για έμφαση, Μιλά ο ποιητής και απευθύνεται στον εαυτό του και στο χρέος που έχει να επιτελέσει. Ο Αναγνωστάκης είναι στρατευμένος ποιητής, αγωνιστικός. Πιστεύει στον κοινωνικό ρόλο της ποίησης, όπου το «πρέπει» είναι η συμμετοχή και η καταγραφή του καιρού του, όπου η ποίηση είναι η καταγγελία. Κάθε άλλη τοποθέτηση είναι λιποταξία
Ø    Συγκριτική εξέταση ποιημάτων Εγγονόπουλου – Αναγνωστάκη.
Ο Εγγονόπουλος είναι παρατηρητής της ιστορίας, η οποία τον επηρεάζει. Ο Αναγνωστάκης είναι ο δημιουργός της και αναζητά τον ποιητικό λόγο για να εκφράσει τον πόνο του και να καταγγείλει. Αυτό είναι το χρέος του! Στον Εγγονόπουλο η ποίηση βουβαίνεται, στον Αναγνωστάκη βροντοφωνάζει.
Ομοιότητες: τίτλος, στίχοι, γλώσσα απλή, έλλειψη στίξης, παρενθετικός στίχος, εμφύλιος, βιώματα, θάνατος, η ποίηση και ο ρόλος της.




Γ. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

γενικά γνωρίσματα της ποίησής του

                                    Γεννημένος το ΄24 στον Πύργο της Ηλείας, πεθαίνει το 2008. Συμπαθητική και σεμνή φωνή είναι ένας ποιητής που τον διακρίνει η γλωσσική ωριμότητα και μια ποιητική διαύγεια. Έχει εκείνη την ικανότητα που επιτρέπει σ' έναν ποιητή όχι απλώς να βρίσκει τη σωστή λύση σ' ένα γλωσσικό πρόβλημα που του δημιουργεί ένα ποίημα, αλλά και τη μόνη σωστή λύση. Δημοσιεύει σε σχετικά μεγάλη ηλικία αρκετές ποιητικές συλλογές : το Κατώγι (1971), το Σακί (1980), τα Αντικλείδια (1988), Τριάντα Τρία Χάι-Κου, Λίγος άμμος (1997) και άλλα.


Τα  Αντικλείδια

Ø    Τα αντικλείδια είναι ένα αλληγορικό ποίημα για το τι είναι ποίηση – ποιητής. Είναι μια απόπειρα να παραβιαστεί η ανοιχτή πόρτα της ποίησης.
Ø    Αφηγητής παντογνώστης με τριτοπρόσωπη αφήγηση. Αδυναμία μας να εξηγήσουμε αν πίσω από τον αφηγητή κρύβεται ο ποιητής ή είναι ένα προσωπείο του. Και τα δύο μπορούν να συμβαίνουν.
Ø    στ. 1.   απλός ορισμός, ο οποίος γίνεται κατανοητός αν συνδυαστεί με τη συνέχεια.
Ø    στ. 2 – 5. Δύο κατηγορίες˙ όσοι επιπόλαια ρίχνουν μία ματιά (κοιτάζουν) και αυτοί που το βλέμμα τους προσελκύεται (βλέπουν). οι πρώτοι είναι πολλοί, οι δεύτεροι μερικοί = οι ποιητές. Πρόσεξε και την σημασιολογική διαφορά των ρημάτων. Τι βλέπουν όμως όσοι βλέπουν; Διαφορετικά πράγματα ο καθένας (μπορεί ευτυχία, φυγή, πόνο, βάσανα, ελπίδα…) Γι αυτό και είναι διαφορετικός και πολυποίκιλος ο ορισμός της ποίησης. Δες μερικές απόψεις:
 Η ποίηση είναι η αναζήτηση του ανεξήγητου
Στήβενς

Η ποίηση αρχίζει πάντα, όταν κάποιος που πρόκειται να γίνει ποιητής, διαβάζει ένα ποίημα.
Μίλτον

Η ποίηση μας δημιουργεί την εντύπωση, όχι πως ανακαλύψαμε κάτι καινούργιο, αλλά πως θυμηθήκαμε κάτι που είχαμε ξεχάσει.
Μπράντλεϋ

Η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Καρυωτάκης

Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα.
Σεφέρης

Η ποίηση είναι έκφραση, αν ένας στίχος είναι έκφραση, αν καθένα από τα μέρη που απαρτίζουν ένα στίχο, κάθε μία λέξη, είναι εκφραστικά μόνα τους.
Κρότσε

Η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας.
Αναγνωστάκης

Η ομορφιά καραδοκεί. Αν είμαστε ευαίσθητοι, θα την αισθανθούμε μέσα στην ποίηση όλων των γλωσσών.
Μπόρχες

Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου.
Εμπειρίκος

Η ποίηση αρχίζει με την επίγνωση εκ μέρους μας όχι της Πτώσης, αλλά του ότι πέφτουμε.
Μπλουμ

'Όταν διαβάζουμε ένα καλό ποίημα, φανταζόμαστε πως κι εμείς θα μπορούσαμε να το έχουμε γράψει, πως το ποίημα προϋπήρχε μέσα μας.
Μπόρχες

Η ποίηση ένα πράγμα ανάλαφρο, ιερό και φτερωτό.
Πλάτων

Η ποίηση δεν είναι ένα ελευθέρωμα της συγκίνησης, αλλά απόδραση από τη συγκίνηση. Δεν είναι έκφραση της προσωπικότητας, αλλά απόδραση από την προσωπικότητα.
Έλιοτ

Η ποίηση είναι η πιο πυκνή μορφή προφορικής έκφρασης.
Πάουντ

Η ποιότητα ενός μεγάλου ποιητή είναι πανταχού παρούσα και πουθενά ορατή σαν μία ξεχωριστή συγκίνηση.
Κόλεριτζ ή Ντε Κουίνσυ

Αν κάποιος μάθει καλά ελληνικά, μπορεί να βρει σχεδόν "ολόκληρη την ποίηση" στον Όμηρο.
Πάουντ

Είναι παράξενο πως γράφει κανείς ποιήματα.
Σεφέρης

Ø    στ. 6. Η κορύφωση του ποιήματος. έκπληξη από την απροσδόκητη ενέργεια. Το κλείσιμο της πόρτας είναι η αιτία για ποιητική δημιουργία.
Ø    στ. 7.   Το κλειδί/α είναι η ποίηση, σε πληθυντικό παρακάτω γιατί είναι πολλά τα ποιήματα.
Ø    στ. 8 – 10.       υποκρύπτεται ματαιοπονία, γιατί κανείς δεν ξέρει το κλειδί και γιατί η αναζήτηση είναι δραματική (μάταια)
Ø    στ. 11 – 13.     Οι δοκιμές να οριστεί το άπιαστο όνειρο της ποίησης. Να το μήνυμα των στίχων. Αν παραβιαστεί η πόρτα, τότε η ποίηση θα χάσει τη μαγεία της. Υπάρχει αντίφαση, η οποία ανήκει στη λογική, όχι όμως στην ποιητική δημιουργία.
Ø    στ. 14 – 17.     ατέρμονη η προσπάθεια να συλληφθεί η έννοια της ποίησης, γιατί το κοντινό (η πόρτα) γίνεται απρόσιτο, το φευγαλέα που ξαφνικά εξαφανίζεται.
Ø    στ. 18. Σχήμα του κύκλου. Η περιπέτεια δεν έχει τέλος.
Ø    το ύφος του ποιήματος είναι λιτό, φυσικό, πεζολογικό, κουβεντιαστό, συμβολιστικό. Κυριαρχούν κύριες προτάσεις που τονίζουν αυτά τα χαρακτηριστικά αλλά και συνηγορούν στην αλληγορία του ποιήματος. Διαφαίνεται μια μυστηριώδης ατμόσφαιρα, η οποία εντείνεται από την σκηνοθεσία, την εικονοπλασία και την αλληγορική εκφορά του ποιήματος.




Βιβλιογραφία :
                        Γενικά για την ποίηση :
1.       Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, Λίνος Πολίτης, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1980
2.       Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Mario Vitti, Οδυσσέας, Αθήνα 1978
3.       Διαβάζω,  ελληνικός υπερρεαλισμός, Τεύχος 120

                                Ειδικά για τους ποιητές :
                               
                                Κ. Καβάφης

1.       Γ.Π. Σαββίδης Μικρά καβαφικά, Ερμής 1996
2.       Σ. Ιλίνσκαγια, Κ.Π. Καβάφης, Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ου αιώνα, Κέδρος 1983
3.       Διαβάζω, Τεύχη 78 και 389
4.       Δ.Ν. Μαρωνίτης «υπεροψία και μέθη» Δεκαοκτώ κείμενα, Κέδρος 1971
5.       Γ. Βελουδής «Μέσα σε πόλεμο – φαντάσου ελληνικά ποιήματα» Κέδρος 1981

                                Μ.  Πολυδούρη

1.       Κ. Στεργιόπουλος. Η ανανεωμένη παράδοση, Η ελληνική ποίηση, εκδ. Σοκόλη, 1980.
2.       Άπαντα Μ. Πολυδούρη, Εισαγωγή – επιμέλεια – σχολιασμός Τάκης Μενδράκος, εκδ. Αστέρι, 1982
3.       Γιώργος Θέμελης, Νεοέλληνες λυρικοί, εκδ. Ζαχαρόπουλος, 1959

                                Ν. Εγγονόπουλος
       
1.       Κώστας Μπαλάσκας, Νεοελληνική ποίηση, κείμενα, ερμηνεία, θεωρία, Επικαιρότητα 1980
2.       Διαβάζω, τεύχος 381

                                Μ. Αναγνωστάκης

1.       Αντ. Βιστωνίτης, Ο λόγος και η σιωπή στον Μ. Αναγνωστάκη, Περιοδικό ΑΝΤΙ, τεύχη  527-528
2.       Η Λέξη, τεύχος 19

                                               
                                Γ. Παυλόπουλος

1.       Ν.Δ. Μαρωνίτης Διαλέξεις, σελ 135 – 151,Αθήνα, Στιγμή, 1992
2.       Νίκος Λάζαρης, Περιοδικό ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, τεύχος 11, Νοε 1989
3.       «Ο Γ. Παυλόπουλος μιλάει για την ποίηση και το έργο του» Γράμματα και Τέχνες, τευχ. 83, Φεβ. – Μάιος 1998

                               

                                          MCj04046430000[1]



C:\Documents and Settings\USER\Desktop\Παπαστεργίου\Γ' Λυκείου\Λογοτεχνία Γ' Λυκ. Θεωρ. κατ\ποιήματα για την ποίηση\διδακτική προσέγγιση.doc