ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ
Γενικές
απόψεις
Ø Ο τίτλος παραπέμπει σε
κάτι άπιαστο ή ανέφικτο. Αμφίσημη ερμηνεία :
α) όνειρο = αυτό που δε συμβαίνει στην
πραγματικότητα
β) όνειρο = να ζει κανείς κάτι το ονειρώδες.
Ø Αφηγητής :
αυτοδιηγητικός, γιατί είναι πρωταγωνιστής και ομοδιηγητικός, γιατί μετέχει στην
ιστορία. Εσωτερική οπτική γωνιά, δηλαδή αφήγηση με εσωτερική εστίαση.
Ø Το διήγημα θα
μπορούσαμε να το κατατάξουμε στις αναμνήσεις που μοιάζουν με απομνημονεύματα
και περιορίζονται σε κάποιες στιγμές της προσωπικής ιστορίας του αφηγητή. Ενώ
όμως τα απομνημονεύματα αναφέρονται σε αναδρομική εξιστόρηση γεγονότων που
δικαιώνουν ίσως την παρελθούσα ζωή, ο Π. ακολουθεί το εξής σχήμα : Προκρίνει
δύο στιγμές, χρονικά απομακρυσμένες. Η πρώτη αναφέρεται στην εφηβική ηλικία και
η δεύτερη στην ωριμότητα. Υπογραμμίζεται το γεγονός που σχετίζεται με την
ιδιωτική πλευρά του αφηγητή και προβάλλεται η μετάβαση από τα εξωτερικά
γεγονότα στον έσω άνθρωπο, κοντολογίς μια εξομολογητική διάθεση.
Ø Στο «όνειρο» ο
αφηγητής - πρωταγωνιστής κοιτάζει πίσω στο χρόνο και βλέπει τα γεγονότα της
προηγούμενης ζωής του αναδρομικά. Από αυτή τη χρονική διαφορά προκύπτει
«διφυΐα» (= δύο φύσεις). Το Εγώ της ιστορίας και το Εγώ της αφήγησης, που
αντιπροσωπεύουν αυτόν που βιώνει και αυτόν που αφηγείται. Έτσι, αυτός που έζησε
και αυτός που διηγείται είναι και δεν είναι το ίδιο πρόσωπο
Ø Η γλώσσα του. Ποτέ δεν έκανε το αποφασιστικό βήμα να
εγκαταλείψει την καθαρεύουσα, όμως διαφαίνονται τρεις αναβαθμοί : α) δημοτική
με ιδιωματισμούς στους διαλόγους β) χαλαρή καθαρεύουσα με στοιχεία δημοτικής
στην αφήγηση και γ) προσεγμένη και αμιγής καθαρεύουσα κυρίως στις περιγραφές ή
στις λυρικές παρεκβάσεις του.
Ø Αντιφάσεις. Ο πόθος με
την αγνότητα, ο έρωτας με την έκσταση, η γήινη ομορφιά με την αγιοσύνη.
Ø Κατά τον Ελύτη ο Π. έχει τρισδιάστατη την
αίσθηση της ακοής : ακούει τους αγέρηδες και τους παφλασμούς των κυμάτων, την
ελληνική λαλιά και τον κόσμο των νοημάτων.
Ø Ο χαρακτήρας του Π. : ανικανοποίητος
και ανήσυχος, κινείται μεταξύ Αθήνας και Σκιάθου, υπερευαίσθητος και σιωπηλός,
ολιγαρκής, αν και δεν αποστρέφεται την «ύλη», θρήσκος και όχι θρησκόληπτος.
Ø Έργο του Π. : ξεκινά
ως ρομαντικός (Μετανάστις, έμπορος των
εθνών), θητεύει στην ηθογραφία (Χρήστος
Μηλιόνης), καταλήγει στην ψυχογραφία, γιατί αναζητά τα βαθύτερα αίτια των
πράξεων των ηρώων του και ανιχνεύει τις αδυναμίες και τα πάθη των χαρακτήρων
του (Φόνισσα).
Ø Δύο αντίθετα ρεύματα
κυριαρχούν: ο ρεαλισμός με το ρομαντισμό. Η πιστή απεικόνιση της
πραγματικότητας αποτελεί στόχο του αλλά επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό
ρομαντισμό δίνει πρωτεύοντα ρόλο στη φύση, προβάλλει τον ανέφικτο έρωτα και
απεχθάνεται τον πολιτισμό των πόλεων, νοσταλγώντας το παρελθόν.
Ø Ερμηνεία του
διηγήματος ▪από ηθικο-θρησκευτική σκοπιά : η έκπτωση του ανθρώπου από μια
αρχικά ευδαιμονική κατάσταση
▪αντίθεση
φύσης - πολιτισμού
▪αντίθεση
υψηλής στάσης (αγνός έρωτας) με αισθησιακό στοιχείο (πειρασμός)
▪ευτυχισμένη
εφηβεία - φθορά ωριμότητας
▪από
ψυχαναλυτική άποψη : η καταστολή της επιθυμίας, η αμφιταλάντευση ανάμεσα στο
όνειρο και την πραγματικότητα.
Προσέγγιση του
διηγήματος
Σελ. 161
Ø Ήμην πτωχόν… Αναπόληση του παρελθόντος. Ποιος είναι το
υποκείμενο; Ο αφηγητής; Ο συγγραφέας; Δεν μπορούμε να απαντήσουμε σίγουρα.
Αφηγητής και συγγραφέας έχουν κοινά στοιχεία (ηλικία, θρησκευτική αγωγή…), δεν
είναι όμως επαρκή. Μπορεί και ο Π. να έζησε τα γεγονότα, όμως δημιουργεί έναν
πλαστό αφηγητή (δες τέλος «δια την αντιγραφήν») και αυτός είναι που κινεί την ιστορία.
Ø …κ΄ έβλεπα το πρωίμως… με αυταρέσκεια
περιγράφει το σώμα του με τις ιδιαίτερες ιδιότητές του «Ήμην ωραίος έφηβος, κ’ έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπόν μου να
γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας
βρύσεις, κ’ εγύμναζα το ευλύγιστον, υψηλόν ανάστημά μου ανά τους βράχους και τα βουνά». Πρόκειται για στερεότυπα γνωρίσματα της ανδρικής
ομορφιάς που όλα αναφέρονται στο σώμα του
ήρωα. Εμφανίζεται το στοιχείο της
έλξης, που σημαίνει ότι ο ήρωας θα γίνει αντικείμενο
θαυμασμού από άλλο δρων πρόσωπο στη συνέχεια.
Ø …του έτους 187… ο χρόνος της ιστορίας.
Ο τόπος είναι η Σκιάθος.
Ø …ήμην ευτυχής. Την τελευταίαν… Ευτυχής δεκαοκταετής, δυστυχής ως ώριμος, όπως αναφέρεται στη συνέχεια. Η
σημερινή του τύχη (δυστυχία) τον οδηγεί στην αναπόληση, στην ανάμνηση. Έτσι
προάγεται και ο μύθος (η προώθηση της υπόθεσης). Ψυχολογικά εκφράζεται η ανάγκη
του ανθρώπου να αναπολεί όμορφες στιγμές του παρελθόντος.
Ø Τον χειμώνα… εγκιβωτισμένη αφήγηση, αναφορά στον πρώτο του δάσκαλο.
Γιατί; Ως ένδειξη τιμής, σεβασμού,
αναγνώρισης, ίσως να δικαιολογείται και η θρησκευτική του μόρφωση. Ο Σισώης ασφαλώς δεν αποτελεί το
πρότυπο του ιερέα. Στην περίπτωσή του οι καταστάσεις πάθους μεταφέρονται στο
χώρο του ιερού, που την αντιπροσωπεύουν το
δόγμα και οι κανόνες της εκκλησίας. Με άλλα λόγια η ανθρώπινη δράση κρίνεται με
κανόνες που βρίσκονται πάνω από την κοινωνία και απαιτεί τον απόλυτο σεβασμό
τους. Έχουμε επομένως να κάνουμε με δυο σύμπαντα, ένα πνευματικό σύμπαν, πηγή και αποθήκη των αξιών και
ένα ανθρώπινο
σύμπαν. Η δράση του
Σισώη μπορεί να τοποθετείται στον κόσμο της δράσης, αλλά στοχεύει πάντοτε στο πνευματικό σύμπαν. Ο Σισώης εμφανίζεται από την αρχή
να έχει το ρόλο του αμαρτωλού. Δεν είναι καθόλου ο προστάτης και ο φύλακας του ιερού νόμου. Στα χρόνια
της επανάστασης κλέβει, όπως λένε, μια Τουρκοπούλα από ένα χαρέμι της Σμύρνης
και την παντρεύεται. Έχουμε λοιπόν ένα πρώτο ασυμβίβαστο. Ο ιερέας, ενώ οφείλει
να ενεργήσει σύμφωνα με τη θέληση του ουράνιου Πομπού, προτιμάει τις επίγειες
απολαύσεις και μάλιστα δημιουργεί οικογένεια. Επομένως μετά την έκπτωση οφείλει
να δράσει σύμφωνα με τους οικογενειακούς κώδικες που απαιτούν να γίνει φύλακας
της οικογενειακής ζωής. Γίνεται λοιπόν δάσκαλος και όλοι τον σέβονται. Έχουμε
εδώ μια αντιφατική
κατάσταση. Ο σεβαστός
δάσκαλος, το προβεβλημένο δηλαδή πρόσωπο στην κοινωνία, είναι ταυτόχρονα και
ένας αμαρτωλός, ένας άνθρωπος που έχει βεβαρημένο παρελθόν. Η σκηνική του
παρουσία είναι αρνητική. Ενεργεί ως ένα άτομο που σκέφτεται μόνο τον εαυτό του
και ικανοποιεί μόνο τις προσωπικές του επιθυμίες. Η συμπεριφορά του αποτελεί
ουσιαστικά μια πρόκληση. Το υποκείμενο λοιπόν οφείλει να
αποφασίσει για τη στάση που θα κρατήσει στη ζωή. Πραγματικά ο Σισώης περνάει σε
μια ερμηνευτική διαδικασία και διαπιστώνει ότι δεν έχει κάτι άλλο να κάνει στη
ζωή του, εφόσον εξασφάλισε την οικογένειά του. Τότε επιθυμεί να επιστρέψει στο
χώρο του ιερού
και να ενεργήσει
σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες: «κ’ εγκατεβίωσεν
εν μετανοία…». Δεν είναι πια ένα άτομο που παραβιάζει το νόμο. Εμφανίζεται με όλη την
ταπείνωση και τη συναίσθηση ενός αμαρτωλού που προσπαθεί να σωθεί στο χώρο του ιερού. Η ιδανική κατάσταση λοιπόν για έναν ιερέα θα ήταν να είναι φύλακας του
ιερού νόμου και να πορεύεται σύμφωνα με τις αξίες που προέρχονται από το σύμπαν
των πνευματικών αξιών. Είναι ενδεχόμενο όμως ένας
ιερέας να γίνει παραβάτης του ιερού νόμου και να ακολουθήσει τις παρορμήσεις
του σώματός του. Για το ποιητικό υποκείμενο είναι αδύνατο να δεχτεί
να παραμείνει ο ιερέας ως το τέλος της ζωής του αρνητής της ιερής τάξης. Αυτό θα αποτελούσε μια «αφύσικη κατάσταση» γιατί είναι δυνατόν να έχουμε ένα μετανοούντα αμαρτωλό, με όλη την ταπείνωση και τη συναίσθηση των πράξεών του.
Ø …την ενυμφεύθη. Ο δάσκαλος : διακατέχεται
από αγνότητα, διαπράττει αμαρτία, επιστρέφει στην αγνότητα. Ο μαθητής :
διακατέχεται από αγνότητα, δεν αποτολμά την αμαρτία, συμβιβάζεται στη ζωή του.
Η ιστορία του μοναχού τονίζει περισσότερο τη δυστυχία του ήρωα καθώς η δική του
πορεία έμεινε ανολοκλήρωτη.
Ø …επί Καποδίστρια… ρεαλιστικό στοιχείο,
για να είναι πιο πειστική η ιστορία.
Σελ. 162
Ø
…ότι εσώθη. Τέλος εγκιβωτισμένης
αφήγησης. Η ιστορία του Σισώη παρουσιάζει ομοιότητες με του μικρού βοσκού.
Ποιες; Η αρχική κατάσταση (αγνότητα) διαταράσσεται από πειρασμό (Σισώης από
έρωτα, βοσκός από κόρη) και επέρχεται μια καινούρια κατάσταση (Σισώης μοναχός,
βοσκός δυστυχής στη ζωή του). Έχουμε λοιπόν δυο διαφορετικά μοντέλα ζωής, το ένα
του βοσκού και το άλλο του Σισώη. Η σύγκριση είναι αναγκαία. Το κοινό τους
σημείο είναι η ύπαρξη και στις δυο περιπτώσεις ενός ποθητού αντικειμένου. Ο μεν Σισώης και τις σωματικές του απαιτήσεις
ικανοποιεί και την ψυχή του σώζει. Ο ήρωας αγγίζει το σώμα της Μοσχούλας
εξιδανικεύοντας τις σωματικές του παρορμήσεις. Δεν καταφέρνει όμως να
ολοκληρώσει τίποτε. Παραμένει σε κατάσταση στέρησης. Ο
ιερέας έχει ελπίδα, ο βοσκός δεν ελπίζει και βρίσκεται σε αδιέξοδο. Αυτό
συμβαίνει γιατί ακολούθησε διαφορετικό δρόμο. Στο χώρο του ιερού όλα είναι τακτοποιημένα συμφώνα με τους ιερούς
κανόνες. Στο χώρο αυτό ακόμη και ο αμαρτωλός έχει θέση. Ο κόσμος της δράσης
είναι πιο σύνθετος. Τα άτομα ορίζονται σύμφωνα με τα περιεχόμενα που θεωρούν
θετικά και με τα οποία ταυτίζονται. Αυτά τα περιεχόμενα που αντιστοιχούν στους
ατομικούς κώδικες οδηγούν κάποτε σε ασυνάρτητα μοντέλα και το άτομο βρίσκεται
έρμαιο των παρορμήσεών του και των συναισθηματικών του καταστάσεων. Ο ήρωας
συνεχίζει να είναι ακόμη χαμένος στο χώρο των παθών.
Ø
…με δίπλωμα προλύτου… σύντομη αναφορά στις
σπουδές του. Ο νεαρός βοσκός θέλει να μορφωθεί. Θεωρητικά η πρόοδός του θα
επέφερε την ευτυχία, όμως… Αντί
να περάσει σε μια κατάσταση βελτίωσης περνάει σε μια φάση επιδείνωσης στο
σήμερα. Μισεί το δικηγόρο, στο γραφείο του οποίου εργάζεται. Η στάση αυτή του νεαρού προϋποθέτει μια σύγκριση που έχει σχέση με την ικανότητά του. Ο αφηγητής σχηματίζει το φαντασιακό είδωλο
του εργοδότη του και το δικό του είδωλο και διαπιστώνει τις προσωπικές του
ελλείψεις. Αντί όμως να καταφύγει σε άμιλλα και να θεωρήσει το αφεντικό του ως
μοντέλο προς μίμηση, αρκείται να εκφράσει τα αρνητικά του συναισθήματα. Έτσι
αξιοθετεί τη ζωή του. Ο ήρωας έχει πια ενταχθεί στον κόσμο της δράσης.
Αξιολογεί όμως αρνητικά τον εαυτό του. Γνώρισμά του είναι η μεταμέλεια, για τις σπουδές του και
τη μεταγενέστερη ζωή του. Δεν είναι ευχαριστημένος με το δρόμο που ακολούθησε.
Ø Μεγάλην προκοπήν… οι σπουδές του δεν
επέφεραν το αποτέλεσμα που επιθυμούσε. Σήμερα, στην Αθήνα, είναι δυστυχής.
Ø Καθώς ο σκύλος… Η υπαλληλική του
ιδιότητα και η ζωή του στην Αθήνα του προκαλούν δυστυχία. Η αφορμή να θυμηθεί
το «όνειρο». Πέρα από το μεταφυσικό κακό (πάλη με τον πειρασμό) υπάρχει και το
κοινωνικό κακό (ο υπαλληλικός του βίος, παρακάτω τα τείχη που χωρίζουν τον
πλούσιο Κυρ Μόσχο από τους υπόλοιπους ανθρώπους). η παρομοίωση επίσης είναι και
μία προσήμανση (το σχοινί)
Σελ. 163
Ø …φυσικός άνθρωπος… η ζωή στη φύση είναι η
αιτία της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας του.
Ø
…καλούμενον Ξάρμενο… Σκιαθίτικα τοπωνύμια,
όπως και παρακάτω η Πλατάνα, Ο Μέγας Γιαλός… Η περιγραφή της φύσης είναι απλή
και πυκνή. Αποπνέεται κλίμα γαλήνης και ηρεμίας. Γιατί επιμένει στην περιγραφή;
Για να δηλωθεί η αγνότητα και η ελευθερία του ανθρώπου στη φύση. Έντονος
λυρισμός. Το παράθεμα δηλώνει ότι
πρόκειται για ένα οικείο χώρο στον οποίο είναι αρμονικά ενταγμένος ο αφηγητής.
Το ενδιαφέρον ωστόσο στον Παπαδιαμάντη δεν είναι τόσο οι περιγραφές του, που
κάποτε ίσως φαίνονται αρκετά εκτεταμένες, αλλά η οπτική γωνία από την οποία βλέπει κάθε φορά το χώρο ο ήρωας.
Κυριαρχεί σ’ αυτόν και αντιλαμβάνεται πλήρως τα πράγματα. Αγκαλιάζει με το
βλέμμα του όλο τον περιβάλλοντα χώρο. Βλέπει τη φύση στην ολότητά της.
Ø Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου. Η κτητική αντωνυμία δείχνει τη σχέση του με τη φύση, δε
δηλώνεται η κτήση αλλά ότι ο κόσμος είναι ο εαυτός του. Αναλογίσου την αντίθεση με την παρομοίωση της
σελίδας 162. Πιστοποιείται μια ταύτιση και μια κυριαρχία του ήρωα πάνω στο χώρο.
Έχει την ελευθερία, δύναται να κάνει, να
βρει δηλαδή ελεύθερα την τροφή
του.
Ø «Εις το όνομα…» Δεικνύεται η
θρησκευτικότητα του ήρωα. Συχνές οι αναφορές του στα ιερά βιβλία. «Τι κείμενα
αρχαία και τι κείμενα ξένα, τι κείμενα βυζαντινά, εκκλησιαστικά, συναξάρια,
τροπάρια, ψαλμούς δεν ξέρει αυτός ο άνθρωπος! Τι χωρία της γραφής, της Παλαιάς
και της Νέας!...» Τέλλος Άγρας Πώς
βλέπουμε σήμερα τον Παπαδιαμάντη (1936). Όλη η παράγραφος αποτελεί δείγμα ποιητικότητας.
Σελ. 164
Ø …τους μισθωτούς… ειρωνεία και χλευασμός
για τα όργανα της εξουσίας. Το
χαριτωμένο αυτό παράπονο του βοσκού υποδηλώνει ότι βρίσκεται σε μια πολεμική σχέση με
τους αγροφύλακες, γιατί και τα δυο υποκείμενα στοχεύουν το ίδιο αντικείμενο και
επομένως ερίζουν για την απόκτησή του. Η κατάσταση αυτή
ενέχει το στοιχείο της σύγκρισης. Οι αγροφύλακες ασφαλώς υπερτερούν. Ο ήρωας έχει την αναγκαία γνώση
ώστε να μην μπλέξει μαζί τους. Αυτός κινείται ανεξάρτητα. Έχει λοιπόν σφαιρική αντίληψη του χώρου και τον
χρησιμοποιεί κατά βούληση.
Ø Ήμην «παραγυιός»… Και εδώ είναι
εξαρτημένος, αφού δουλεύει ως υπάλληλος, αλλά η εξάρτηση δε δημιουργεί
καταπίεση. Και επειδή απουσιάζει η καταπίεση, η ανταμοιβή που του δίδεται δεν
τον ενοχλεί.
Ø Μόνον διαρκή γείτονα… αλλαγή σκηνικού. Η
απόλυτη ελευθερία στη φύση θα συνδυαστεί σε λίγο με το ερωτικό σκίρτημα.
Πρόσεξε την αντίθεση : ο νέος βοσκός με την ελευθερία του, την απλότητά του με
τον ιδιότροπο κύρ Μόσχο που ζει στην εξοχή αλλά πρώτα μεταφέρει στην ιδιοκτησία
του τις αστικές συνήθειες (ιδιοκτησία, περιτειχισμός…).
Σελ. 165
Ø
…τα περιετοίχισεν όλα
ομού… υπονοείται η κοινωνική
διάκριση πλούσιων – φτωχών, έτσι αιτιολογείται και η εκτενής περιγραφή του
κτήματος.
Ø …και δια την ανεψιάν του. Αντικοινωνικότητα του
κύρ Μόσχου. Συνάμα παρουσιάζεται και η Μοσχούλα, η οποία δεν αποτελεί ηρωίδα
του διηγήματος - ελάχιστες είναι οι φορές που εμφανίζεται - αλλά για τον
αφηγητή είναι ξεχωριστό πρόσωπο. Αυτή του ξύπνησε τον έρωτα, αυτή είναι η αιτία
του ονείρου, αυτή είναι η γλυκιά ανάμνηση. Η ομωνυμία με το θείο της κάνει πιο
απόμακρη τη Μοσχούλα για το βοσκό, γιατί ανήκει σε άλλο κόσμο.
Ø Ήτον θερμόαιμος… περιγραφή της κοπέλας
με υπερβολή και λυρικότητα. Η υπερβολή είναι στοιχείο ρομαντισμού. Υπονοείται η
έλξη που του ασκεί η Μοσχούλα.
Έχουμε εδώ πάλι την περιγραφή ενός δρώντος προσώπου που εκφράζεται με το σώμα
του. Η παιδίσκη δε μιλάει στον ήρωα, αλλά η ομορφιά της του προκαλεί μια
ευχάριστη εντύπωση. Η Μοσχούλα τον ελκύει, αλλά αυτό το αίσθημα δεν μπορεί
ακόμη να εκφραστεί. Πρόκειται για μια αδιόρατη συγκίνηση, για μια αύξηση της
έντασης και για μια συναισθηματική αφύπνιση του
υποκειμένου
Ø …ενθύμιζε την νύμφην… η περιγραφή γίνεται με
την προοπτική του ώριμου αφηγητή. Βεβαίως και θέλει να τονίσει την ομορφιά της
κοπέλας αλλά με τα μάτια ενός δεκαοχτάχρονου. Η περιγραφή είναι θεμιτή λόγω της
τάσης των νέων να υπερβάλλουν;
Ø (Άσμα Ασμάτων) θέμα του η αγάπη δύο
νέων η οποία καταλήγει στην ένωση. Η ερμηνεία του διττή : α) η ένωση Γιαχβέ
(θεού) με περιούσιο λαό (ιουδαϊσμός) β) η ένωση Χριστού με εκκλησία
(χριστιανισμός)
Σελ. 166
Ø …είχα ονομάσει Μοσχούλαν. Ομωνυμία κόρης με
κατσίκα. Γιατί; Υποκατάσταση, ένδειξη ερωτική.
Ø Εκεί ήρχιζεν η περιοχή μου. Προτίμηση βοσκής λόγω κόρης.
Ø …η ευνοουμένη μου κατσίκα… η απώλειά της γίνεται η αιτία της πρώτης συνομιλίας.
Σελ. 167
Ø …τρωθείς… όπως και το μικρό βοσκόπουλο
Ø …πού είν΄ η Μοσχούλα; Το όνομα - η ομωνυμία, τα δύο διαφορετικά νοήματα αντιστοιχούν σε ενιαία φωνητική
πραγματικότητα - γίνεται η αφορμή
για γνωριμία/συνομιλία. Το
γεγονός αυτό μας επιτρέπει να
συμπεράνουμε ότι η κατσίκα είναι ένα πολύτιμο αντικείμενο. Μπορούμε να πούμε ότι ο ήρωας βρίσκεται
εδώ σε κατάσταση υπονοούμενης στέρησης, εφόσον
ενδιαφέρεται για ένα ποθητό αντικείμενο που
δεν έχει στην κατοχή του. Η έντονη ωστόσο αντίδραση του βοσκού για την απώλεια της κατσίκας έχει ένα
ευχάριστο αποτέλεσμα.
Ø -Φωνάζω εγώ την κατσίκα μου… κρύβεται η επιθυμία, ανάμεικτη με αδεξιότητα : ένδειξη
έρωτα. Η σιωπηρή αντίδραση κόρης να αποτελεί σημάδι αμοιβαίας έλξης;
Ø …να μου φωνάξη: η συμπάθια γίνεται
εναργής. Πίσω από τα λόγια της κρύβεται η πρόκληση.
Σελ. 168
Ø …σαν παράξενο μου φαίνεται!... παρασιωπάται η εξέλιξη, η πρόκληση όμως ρίχτηκε.
Ø …να παίξω προς χάριν της… ένδειξη ερωτισμού.
Ξένοιαστη εικόνα νεαρού βοσκού. Το μοτίβο αυτό αναπτύχθηκε στην αρκαδική
ποίηση. Παρέβαλε «Ειδύλλια» Θεόκριτου, «Εκλογές» Βιργίλιου, όπου υπάρχει η
απεικόνιση του εξιδανικευμένου τοπίου ( η μυθική Αρκαδία). Άλλες αναλογίες με
βουκολικό είδος : το βοσκόπουλο, το οχυρό της κόρης, ο πατέρας (κύρ Μόσχος) που
φροντίζει για μια άνετη ανατροφή.
Ø …εκυρτώνοντο οι βράχοι… ποιητική περιγραφή με
λέξεις -μεταφορές. (ελιγμούς, μορμυρίζον, χορεύον…).
Ø …και την «ελιμπίστικα»… η δύναμη/ομορφιά της
φύσης που συνεπαίρνει τον άνθρωπο/βοσκό. Ίδιο μοτίβο και στους «Ελεύθερους
πολιορκημένους» του Σολωμού.
Σελ. 169
Ø Ανέβασα το κοπάδι μου… λεπτομερής περιγραφή
του τόπου. Η ομορφιά του θέλγει το νεαρό βοσκό. Το ίδιο θέλγεται και η κόρη που
θα κάνει σε λίγο την εμφάνισή της. Ψυχική ευφορία κατέχει τον ήρωα.
Ø Από το άντρον εκείνο… περιγραφή της σπηλιάς
από όπου θα βουτήξει η Μοσχούλα. Αναλογία και εδώ με αρκαδική ποίηση.
Σελ. 170
Ø Ησθανόμην γλύκαν… Είναι στην αγκαλιά της
φύσης, όπως ο στρατιώτης στον «Πόρφυρα» του Σολωμού.
Ø …την έννοιαν του κοπαδιού. Η χαρά/απόλαυση δε θα διαρκέσει πολύ. Ο φόβος του για το
κοπάδι τον επαναφέρει στην πραγματικότητα.
Όλα αυτά τα μέρη που με το τόση γλαφυρότητα περιγράφει το ποιητικό
υποκείμενο εμπλέκοντας μάλιστα στην περιγραφή του και μυθολογικά στοιχεία, έχουν
το χαρακτηριστικό της ομορφιάς. Είναι ένας ωραίος τόπος και δικαιολογημένα ο
βοσκός δεν άντεξε στην πρόκληση και έπεσε στη θάλασσα για να κολυμπήσει. Ο ένας
χώρος παρατίθεται δίπλα στον άλλο σχηματίζοντας αυτό το αρμονικό σύνολο και μια
συνεχή σειρά. Όμως ένας κρίκος της αλυσίδας είναι διαφορετικός. Πρόκειται για
το βράχο όπου βρίσκεται το κοπάδι του ήρωα. Αυτός δε συμμετέχει σ’ αυτή την
ακολουθία ομορφιάς. Αυτός έχει ως στοιχείο το φόβο, την ανησυχία και την
υποψία. Έχει μεταβληθεί λοιπόν σε έναν αντι-χώρο, ένα χώρο δηλαδή με αρνητικές
συνδηλώσεις.
Ø …εφρόντισα να τη δέσω… προσήμανση ίσως για
κάτι κακό που μπορεί να συμβεί.
Ø …ακούω σφοδρόν πλατάγισμα… θορυβώδης η παρουσία της κόρης. Ο Π. συνθέτει έργα απλά
με περιορισμένη δράση, με ανύπαρκτη πλοκή, με ελάχιστα πρόσωπα. Όμως προσπαθεί
να κινήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη με ένα απροσδόκητο γεγονός (εδώ η
εμφάνιση της κόρης)
Σελ. 171
Ø …εγώ ο σατυρίσκος του βουνού… ως σάτυρο θα τον αντιμετώπιζε η κόρη. Η αρκαδική
παράσταση συμπληρώνεται. Αισθάνεται την ενοχή του και την ομολογεί Το
υποκοριστικό είναι προσπάθεια απενοχοποίησης.
Ø Έκαμα δύο τρία βήματα… Ήθος βοσκού : θαυμάζει
αγνά την ομορφιά, δε θέλει να γίνει αντιληπτός. Η συγκίνησή του κορυφώνεται·
για πρώτη φορά έβλεπε γυναίκα γυμνή και μάλιστα την κοπέλα προς την οποία
αισθάνεται ακαταμάχητη έλξη (γι΄ αυτό και τα αποσιωπητικά).
Ø …εις το φως της Σελήνης… ο αφηγητής βοσκός.
Κάτω από το σεληνόφως αρχίζει η απογείωση, το όνειρο. Η περιγραφή που ακολουθεί
ποιητικότατη. Η νύχτα, η σελήνη, ο φλοίσβος είναι ρομαντικά στοιχεία.
Ø …εις την θάλασσαν… η θάλασσα είναι η
μυστική ένωση του ήρωα με την αγαπημένη του, όπου φευγαλέα εκπληρώνεται η
επιθυμία/πόθος
Σελ. 172
Ø …κρότον ή θρουν. Από τον κόσμο του
ονείρου στην πραγματικότητα. Εσωτερικός διάλογος. Τι να κάνει; Ο βοσκός θέλει με κάθε τρόπο να φύγει από κει χωρίς να
γίνει αντιληπτός, αλλά δεν ξέρει με ποιο τρόπο. Έχουμε εδώ ξανά μια αλλαγή της
οπτικής γωνίας σε σχέση με το χώρο. Είδαμε αρχικά τον αφηγητή να κυριαρχεί στο
περιβάλλον του. Γνώριζε και μιλούσε με λεπτομέρειες για ό,τι έβλεπε μπροστά
του. Στη συνέχεια περιέγραφε τα μέρη που του προκαλούσαν ευχαρίστηση ή
δυσαρέσκεια. Τώρα έχει κανείς την εντύπωση πως είναι ένας μύωψ.
Ø ...μικρόν βοσκόν! Ο χαρακτήρας του
νεαρού φαίνεται από τις σκέψεις και αντιδράσεις του. Μεγάλη η ντροπή του, αν
τον έβλεπε η Μοσχούλα.
Ø …υπήρξα σκαιός και
άτολμος. Ώριμος αφηγητής.
Ø …τον κρημνόν μου!... μελαγχολία αφηγητή. Γιατί; Θα τελειώσει το όνειρο; Θα τον δει και θα τον
κακοχαρακτηρίσει;
Ø Εκ της ιδέας … Αναλογίζεται άλλο
τρόπο διαφυγής. Προφασίζεται όμως δυσκολίες.
Σελ. 173
Ø Δεν υπήρχεν… Όλοι αυτοί οι χώροι
σημασιοδοτούν ένα αδιέξοδο και μια σύγχυση του υποκειμένου. Δεν ξέρει πώς να βγει απ’ αυτόν το λαβύρινθο. Ο
κάθε χώρος έχει και το δικό του χαρακτηριστικό, άλλος μαρτυρεί το φόβο, άλλος
την αγωνία και άλλος την αβεβαιότητα. Όλα αυτά συνθέτουν μια κατάσταση
σύγχυσης. Ο χώρος έχει γίνει πια για
το βοσκό ένας Αντίμαχος που εμποδίζει τη διαφυγή. Από συναισθηματική άποψη το υποκείμενο βρίσκεται σε μια κατάσταση
ταλάντευσης, δισταγμού και ανησυχίας. Η κατάσταση συνεχώς μεταβάλλεται. Από τη
βεβαιότητα ότι μπορεί να ξεφύγει
απαρατήρητος περνάει στην αβεβαιότητα και τελικά πιστεύει ότι είναι αδύνατον να
ξεπεράσει το πρόβλημά του τόσο εύκολα. Αλλά ταυτόχρονα η ανησυχία έρχεται να
διαταράξει την ψυχική του ηρεμία.
Θυμάται την ηθική υποχρέωση που έχει προς τον εαυτό και τους άλλους να παραμένει κόσμιος στις εκδηλώσεις του και να μη
δώσει λαβή για σχόλια σε βάρος του. Ο ίδιος χαρακτήρισε τον εαυτό του λίγο πριν «σατυρίσκο του βουνού», πράγμα που συνδηλώνει
έντονη ερωτική επιθυμία και διάθεση
αρπαγής του ποθητού αντικειμένου. Οι θρησκευτικοί κώδικες όμως, στους οποίους πιστεύει επιτάσσουν να αποφεύγει τον
«γυναικείον πειρασμόν». Το υποκείμενο που οφείλει να είναι συνετό δεν ξέρει τελικά τι να κάνει. Για να πετύχει έναν άθλο ένας
ήρωας πρέπει να είναι προικισμένος με τις δυνατότητες του θέλω, του δύναμαι και
του γνωρίζω. Εδώ ο αφηγητής έχει τη
θέληση και τη δύναμη να ξεφύγει, αλλά ο φόβος τον κάνει να μην ξέρει πού να πάει.
Ø
Εντοσούτω όσον… ώριμος αφηγητής. Η
περιέργεια όμως τελικά τον κάνει να ξεχάσει τα οφείλω και τους ηθικούς κανόνες.
Το θέλω του κυριαρχεί. Αποφασίζει
λοιπόν να δει την κοπέλα που κολυμπά
Ø
Ήτον απόλαυσις… Το όνειρο! Έντονος
λυρισμός. Αφηγητής βοσκός. Ο
έρωτας έχει τη μορφή του απραγματοποίητου ονείρου, του ανικανοποίητου πόθου που
επιδρά στην ψυχή του ήρωα, γιατί αποτελεί εξιδανικευμένη ανάμνηση. Αν προηγουμένως είχαμε διαπιστώσει την αντιληπτική
οξύτητα του υποκειμένου όσον αφορά στο χώρο, τώρα παρατηρούμε το ίδιο πράγμα
στη λεπτομερή περιγραφή του γυναικείου σώματος. Η ένταση είναι μεγάλη και τη
διαδέχεται στο τέλος η συγκίνηση. Η κόρη είναι «νηρηίς, σειρήν» ελκυστική δηλαδή και
ταυτόχρονα επικίνδυνη. Τότε όμως θα επέλθει μια χαλάρωση που μεταφράζεται σε
μια πλήρη απορρόφησή του από το αντικείμενο. «Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα
επίγεια.» Οι ηθικοί κανόνες, ο φόβος και η ταλάντευση
υποχωρούν και το σώμα και οι απαιτήσεις του προβάλλουν κυρίαρχες.
Σελ.174
Ø …δεχομένας όλας τας… ερωτισμός, ο οποίος
περιγράφεται με λυρισμό και ποιητικότητα.
Ø Ούτε μου ήρθε… ώριμος αφηγητής. Οι
προηγούμενες επιφυλάξεις του υποχωρούν από την έκσταση και το όνειρο, το οποίο
συνεπαίρνει τον αφηγητή. Το ίδιο και η φεγγαροντυμένη στον Κρητικό.
Ø Δεν δύναμαι να είπω… ο ψυχογράφος
Παπαδιαμάντης. Ως ώριμος αφηγητής δημιουργεί το ψυχολογικό πορτρέτο του νεαρού,
ο οποίος θα ευχόταν κάποια δυστυχία για να παρουσιαστεί ως σωτήρας.
Προοικονομία.
Ø …το όνειρον… εσωτερική πάλη. Να
φύγει, να μείνει;
Ø …αίφνης να βελάζει!... η αιτία επαναφοράς του
στην πραγματικότητα.
Σελ. 175
Ø Δεν ήξευρα… Επιβράδυνση της
υπόθεσης.
Ø …να μη βελάζη… Για να κρύψει την
παρουσία του. Φανερή η ταραχή του.
Ø …μην «εσχοινιάσθη»… προοικονομία. Ο ήρωας
νομίζει ότι κινδυνεύει να «σχοινιασθή» και τρέχει να τη σώσει. Γίνεται ωστόσο
αντιληπτός από την κόρη, η οποία τρομάζει και βυθίζεται στη θάλασσα. Aρχικά ταλαντεύεται για το τι πρέπει να
κάνει. Δεν ξέρει πού να κατευθυνθεί. Όταν ωστόσο διαπιστώνει ότι η ανεψιά του
Κυρ Μόσχου έγινε «άφαντη εις το κύμα» ορμάει να τη σώσει, πράγμα που πετυχαίνει
τελικά. Τώρα και θέλει και δύναται και γνωρίζει τι να κάνει και πετυχαίνει στην
κύρια δοκιμασία.
Σελ. 176
Ø …μισοπνιγμένην κραυγήν φόβου… η αιτία της πρώτης συνάντησης (η κατσίκα) γίνεται αιτία η κοπέλα να αιφνιδιαστεί από την
παρουσία ξένου και να κινδυνεύσει να πνιγεί.
Ø Τότε με κατέλαβε… Βοσκός αφηγητής.
Ενοχές.
Ø …να ριφθώ… Αγωνία, τι να κάνει;
Ø Δεν έπρεπε τότε να διστάσω. Ο ερωτισμός χάθηκε. Μόνος σκοπός η σωτηρία της κόρης.
Σελ. 177
Ø Είχα φτάσει… Βοσκός αφηγητής.
Ανακούφιση.
Ø Ησθάνθην… Ώριμος αφηγητής.
Απτική εμπειρία αλλά χωρίς πειρασμό. Εκείνο όμως που έχει ενδιαφέρον σ’ αυτή
την πράξη είναι η στιγμή που το υποκείμενο μεταφέρει το σώμα της κοπέλας.
Ø …ανακούφισις και αναψυχή. Αγνότητα βοσκού
Ø Ήτον όνειρον, πλάνη, γοητεία. Το υποκείμενο είναι ασφαλώς ικανό να εκφράζει τα
αισθήματά του. Ο αντίκτυπος του ενός σώματος πάνω στο άλλο μάς επιτρέπει να
μιλάμε εδώ για έντονες ψυχικές καταστάσεις. Οι αξίες σωματοποιούνται και ο
βοσκός κατορθώνει να τις ψηλαφίσει και να τις συλλάβει μέσα από τις αισθήσεις
του. Περιγράφεται μια λεπτή αισθητική συγκίνηση του βοσκού που βρίσκεται στην
πιο ευτυχισμένη του στιγμή. Ο ήρωας ακόμη βρίσκεται σε μια κατάσταση θαυμασμού,
κατάπληξης και έκστασης: «Ήτο όνειρον, πλάνη, γοητεία». Η κατάπληξη και η
έκσταση παρουσιάζονται σαν δυο διαφορετικές οπτικές γωνίες, η μια αρχική και η
άλλη εξακολουθητική. Έτσι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να ερωτευθεί ο
βοσκός τη Μοσχούλα. Το πέρασμα αυτό όμως από μια κατάσταση στην άλλη δεν πραγματοποιείται.
Ο ήρωας αρκείται να μας δώσει τα γεγονότα και να περιγράψει τα αισθήματά του,
αλλά δεν κάνει λόγο για μια μελλοντική στόχευση. Περνάει μόνο σε μοναδική και
ξεχωριστή εμπειρία της «άλλως ανωφελούς ζωής» του.
Ø …το ίδιον το όνειρόν του… Το ονειρικό στοιχείο
του έδωσε το έναυσμα να τονίσει την ομορφιά της φύσης και των απλών ανθρώπων,
να μιλήσει για τον έρωτα, ωραιοποιημένο και εξιδανικευμένο. Το όνειρο διαρκεί
λίγο, καραδοκεί η πραγματικότητα.
Σελ.178
Ø Η Μοσχούλα έζησε… Ώριμος αφηγητής.
Ø Θυγάτηρ της Εύας… γενικευμένη η κρίση
του αφηγητή και υποτιμητική για τη γυναίκα. Τα γεγονότα στη συνέχεια εξελίσσονται
γρήγορα. Η Μοσχούλα διασώζεται, αλλά η αγαπημένη μικρή κατσίκα του ήρωα
«εσχοινιάσθη». Η λύπη του είναι μέτρια. Θα περίμενε κανείς ότι ο ήρωας έχοντας
πετύχει στην κύρια δοκιμασία που μεταφράζεται σε διάσωση της κόρης και
ταυτόχρονα έχοντας εξαλείψει τη στέρηση με την επαφή του με το σώμα της κοπέλας
θα είχε δικαίωμα στην αναγνώριση. Πουθενά όμως δε γίνεται λόγος για την
ανταμοιβή του ήρωα. Και το χειρότερο είναι η έκπτωση της ιδανικής γυναίκας. Ο
αφηγητής αναφέρει «Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε. Σπανίως την είδα έκτοτε, και
δεν ηξεύρω τι γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι.» Η
Εύα συνδέεται με το προπατορικό αμάρτημα και την έξοδο των πρωτοπλάστων από τον
παράδεισο. Ο ώριμος αφηγητής βλέπει με διαφορετικό τρόπο το πολύτιμο αντικείμενο.
Η ιδανική γυναίκα μετατρέπεται σε κάτι συνηθισμένο. Δεν είναι όνειρο πια. Να
οφείλεται στο ότι στη ζωή του δε γνώρισε τον πλήρη έρωτα ή τώρα ως ώριμος έχει
διαφορετικά κριτήρια με τα οποία αξιολογεί τα πρόσωπα και τέτοιες συμβατικές
γυναίκες δεν τον ενδιαφέρουν καθόλου;
Ø …ήτον επόμενον… να σπουδάσω.
Ø Φεύ! ακριβώς… η αφορμή να σπουδάσει
και αργότερα να γίνει δικηγόρος. Κοινό στοιχείο με τον πατέρα Σισώη η γυναίκα,
η οποία γίνεται αιτία να αλλάξουν ζωή. Στο διήγημα ο αφηγητής δεν παρουσιάζει
τον έρωτα ως ερωτοτροπία αλλά ως κατάσταση που οδηγεί τον ήρωα σε καταστροφή,
αφού σπούδασε και ατύχησε.
Ø …όταν ενθυμούμαι… η καταπίεση του
συγγραφέα και η ανεκπλήρωτη ευχή (ας ήμην ακόμη…). Έστω και με αναπόληση
προσπαθεί να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό που τον περιβάλλει. Το τελικό
συμπέρασμα : η γαλήνη και ηρεμία της ψυχής μόνο με τη φυσική ζωή προσφέρεται. Η
μόρφωση αντί να τον ελευθερώσει τον οδήγησε στη
«σκλαβιά».
Ω! ας ήμην… Τελικά το πρότυπο που προβάλλει
είναι η νοσταλγία για φυσική ομορφιά, η αγνότητα, η ειρηνική ζωή, η τάση φυγής από τα δεινά της αστικής
κοινωνίας. Το έργο λοιπόν εκφράζει τον πόθο του υποκείμενου για ζωή
και πληρότητα. Πρόκειται για αξίες
καθαρά ζωικές που υλοποιούνται στη Φύση. Αντίθετα η ένταξή του στον
κόσμο της δράσης του δημιουργεί ένα αίσθημα αδιεξόδου και μια δυσφορική κατάσταση.
Ø (Δια την αντιγραφήν) Είναι η μεταφορά της
αφήγησης άλλου προσώπου, την οποία ο συγγραφέας αποδέχεται και τον αγγίζει.
Μπορεί όμως και να δημιουργεί ένα πλαστό πρόσωπο με παραποίηση κάποιων
στοιχείων, ώστε να προσδίδεται αντικειμενικότητα, αφού τα γεγονότα
παρουσιάζονται από την οπτική γωνιά του.
Βιβλιογραφία :
1.
Νεοελληνική λογοτεχνία, Γ΄ ενιαίου Λυκείου, Βιβλίο του
καθηγητή, ΟΕΔΒ - Αθήνα 1999.
2.
Π. Μουλλάς, «το
διήγημα, αυτοβιογραφία του Παπαδιαμάντη» Ερμής, Αθήνα 1980.
3.
Κώστας Μπαλάσκας, Έρως
-Ήρως , Όνειρο στο κύμα, επικαιρότητα, Αθήνα 1996
4.
Περιοδικό «Διαβάζω», τευχ. 165
5.
Λίνος Πολίτης, Ιστορία
της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1980
6.
Γιώργος Ιωάννου, Ο
της φύσεως έρως. Κέδρος, Αθήνα, 1985
7.
http://www.11kai.blogspot.com/ το προσωπικό μου ιστολόγιο, όπου είναι ανηρτημένο το παρόν
πόνημα
Εξαιρετική ανάλυση του κειμένου! Να το
δείτε!!!
Αλεξανδροσ Παπαδιαμαντησ «Όνειρο στο Κύμα» Συνοπτική παρουσίαση και
αξιολόγηση
Γνήσιο δείγμα της
διηγηματικής τέχνης του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είναι το έργο του «Όνειρο
στο Κύμα». Ο σκιαθίτης
λογοτέχνης επιβεβαιώνει τους χαρακτηρισμούς που έδωσε κατά καιρούς η κριτική
για τις συνήθειες και τα μοτίβα γραφής του.
Ο πεζογράφος του ανοιχτού χώρου, ο λάτρης του μεγαλείου της φύσης, ο απλός και
λιτός μέσα στην ευαισθησία και παρατηρητικότητά του ρεαλιστής ηθογράφος, ο
βαθύτατος γνώστης όλων των ανθρώπινων εσωτερικών καταστάσεων, ο κάτοχος μιας
ουσιαστικής θρησκευτικής συνείδησης, ο αέναος διεκδικητής ανεκπλήρωτων ερώτων, υπογράφει
την ονειρική αναπόληση μιας εφηβικής, αλλά άκρως θελκτικής ύπαρξης.
Το διήγημα είναι ερωτικό, αν και χωρίς τη λάγνα απόχρωση του επιθέτου, και
αυτοβιογραφικό. Δεν είμαστε βέβαια
σίγουροι για το βαθμό που μεταφέρονται σ’ αυτό στοιχεία της ζωής του
Παπαδιαμάντη. Ο ίδιος επιχειρεί να
αποδεσμευτεί από τον ήρωα αφηγητή και πρωταγωνιστή του.
Οι σκηνικοί χώροι όμως του έργου και η γενικότερη ατμόσφαιρα είναι στοιχεία που
συνδυασμένα με βιογραφικές λεπτομέρειες του συγγραφέα, τον ταυτίζουν
αναπόφευκτα με τον αγνό κι ανιδιοτελή ήρωά του.
Το κείμενο κινείται σε δύο διαφορετικούς χρόνους.
Παρόν και παρελθόν παρουσιάζονται από τον αφηγητή με στέρεη γέφυρα το τοπίο της
Σκιάθου, το οποίο πάντα δεσπόζει στη μνήμη του Παπαδιαμάντη, ακόμη κι όταν ο
ίδιος βρίσκεται στην Αθήνα, όπως εδώ ο ήρωας της ιστορίας μας. Το παρελθόν της εφηβικής του ηλικίας στο νησί έχει
την πλειοψηφία της αφηγηματικής έκτασης.
Ο πρωταγωνιστής αναζητά διέξοδο από την ασφυκτική και τυποποιημένη αστική ζωή
της πρωτεύουσας, όπου εργάζεται σαν μαθητευόμενος δικηγόρος. Ο πιεστικός αστικός τρόπος ζωής και η
επαγγελματική ρουτίνα αποτελούν εικόνες ισχυρής αντίθεσης με το φυσικό τοπίο
της Σκιάθου, που επιλέγεται σαν λυτρωτική οραματική σκέψη.
Ο μορφωμένος κι ώριμος πια ήρωας καταφεύγει στην ανωριμότητα και την αμορφωσιά
της εφηβικής του ηλικίας, για να βρει καταφύγιο στις εικόνες της ποιμενικής
ζωής που περνούσε, γεμάτος ενθουσιασμό κι ανεμελιά, στους αγρούς της ιδιαίτερης
πατρίδας του. Η φύση εξυψώνεται σε
λυτρωτικό σύμβολο και λειτουργεί σαν βάλσαμο στην κακοφορμισμένη ψυχή, του
ατυχώς βαπτισθέντος ήρωα ως αστού. Η
προτίμηση της μακάριας φυσικής ζωής είναι φανερή και σταθερή σ’ όλο το διήγημα
και αποτελεί και τη μελαγχολική κατακλείδα του.
Μέσα στο φυσικό τοπίο, ο Παπαδιαμάντης αφήνει με χάρη τη Μοσχούλα να
στολίσει τον αφηγηματικό σκηνικό χώρο, να γεμίσει με ερωτικό θαυμασμό την
αναπόληση του ήρωα και να αποκαλύψει τα κάλλη της σ’ ένα ονειρικό θαλάσσιο
λουτρό. Ο βοσκός αμείβεται από το
συγγραφέα με κάτι που λίγοι θα μπορούσαν να το γευτούν.
Ένα όνειρο είναι η γυμνή Μοσχούλα, στα γαλήνια νερά ενός σκιαθίτικου κόλπου. Τόση είναι η ομορφιά κι ο ερωτισμός που αποπνέει. Και ο βοσκός σε λίγο την κρατά στα χέρια του,
σώζοντάς της τη ζωή. Και ο ίδιος
ομολογεί, ευχαριστώντας την τύχη του: «Ἤμην ὁ ἄνθρωπος, ὅστις κατώρθωσε
να συλλάβῃ μέ τάς χεῖράς του προς στιγμήν, ἕν ὄνειρον, τό ἴδιον ὄνειρόν του…»
Η βαθιά θρησκευτικότητα και η σεμνότητα του Παπαδιαμάντη είναι αδιαπέραστη
και συμπαγής, ακόμη κι όταν πρόκειται, όπως εν προκειμένω, για έναν έφηβο πάνω
στα πρώτα ερωτικά του σκιρτήματα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο συγγραφέας δεν αφήνει τον ήρωά του να ολισθήσει στη
«φθηνή» και πρόστυχη βίωση του έρωτα με τη Μοσχούλα.
Ο πλατωνικός απόηχος του ιδεώδους ερωτισμού είναι φανερός.
Άλλωστε, ο έρωτας είναι μία μεγαλειώδης ιδέα, ένα συγκλονιστικό συναίσθημα που
βιώνεται πνευματικά. Αυτή του η
έκφανση ενδιαφέρει τον Παπαδιαμάντη κι όχι το σαρκικό πάθος που προκαλεί, γιατί
αυτό αφορά τα μύχια γενετήσια ένστικτά μας.
Ο συγγραφέας λοιπόν γνωρίζει τον ήρωα με την ιδέα του Έρωτα κι έτσι διασφαλίζει
την αγνότητα και την ευαισθησία της εφηβικής του ψυχής, την οποία τόσο
ανεπτυγμένη είχε κι ο ίδιος στην ανάλογη ηλικία.
Η διπλοθεσία του ονόματος της νεαρής κοπέλας, να υπάρχει δηλαδή στο διήγημα
και μία κατσίκα με το ίδιο όνομα, είναι ηθελημένη και τεχνικά προσχεδιασμένη
από το συγγραφέα. Τόσο συγκίνησε το
νεαρό βοσκό η 16χρονη Μοσχούλα, που έδωσε το όνομά της στην ομορφότερη κατσίκα
του. Και η τελευταία θα θυσιαστεί,
μπροστά στην επιλογή του ήρωα να σώσει την πανέμορφη συμπρωταγωνίστριά του. Ο ανθρωπισμός του Παπαδιαμάντη έδωσε το πιο
εμφανές στίγμα του. Η
ανθρωποκεντρικότητα του ήρωα διδάσκει στον αναγνώστη έναν αποτελεσματικό τρόπο
διάσωσης της ανθρωπιάς του. Αλλά κι
ο τρόπος θανάτου της κατσίκας είναι συμβολικός.
Το κοντό σχοινί, που την κρατούσε στη θέση της, έγινε η θανάσιμη θηλιά της. Με ένα τέτοιο «σχοινί» είναι δεμένος κι ο ήρωας
στην αποπνικτική Αθήνα. Είναι καιρός
να κόψει το «σχοινί», που ήδη έχει αρχίσει να «τυλίγει το λαιμό του». Ο Παπαδιαμάντης δεν αντέχει μακριά απ’ τη Σκιάθο. Ώσπου, μετά από απανωτές επιστροφές σ’ αυτήν,
εγκαθίσταται μόνιμα στον τόπο του και πεθαίνει εκεί γαλήνια.
Η Μοσχούλα, από εκείνο το ατυχές για ΄κείνη δειλινό, δεν πλησίασε ποτέ ξανά
το βοσκό. Προστάτευσε την εικόνα και
την τιμή της σε μία κοινωνία που εύκολα καταδίκαζε τις γυναίκες κι απελευθέρωνε
τα ήθη τους στη συνείδησή της.
Άλλωστε, ο βοσκός ήταν ένας ταπεινός άνθρωπος «άλλου κόσμου» και τίποτα δε θα
μπορούσε να της προσφέρει. Ο ήρωας
όμως κέρδισε πολλά από την αθώα εμπειρία του.
Βίωσε το αίσθημα του Έρωτα, λυτρώνοντας τα πάθη του.
Ένιωσε το σαγηνευτικό πρόσωπο της φύσης.
Αποφάσισε ότι τα εγκόσμια «μιλούσαν» μέσα του δυνατότερα από την ιερατική ζωή. Διάλεξε χώρο: όχι την πολύβουη ζωή του αστικού
κέντρου, αλλά τη φύση. Έχασε όμως
την κατσικούλα του…Ο Παπαδιαμάντης έθεσε ένα μικρό τίμημα εσωτερικής πληρότητας κι
ολοκλήρωσης.